31 Δεκεμβρίου 2007

........2008

Ας είναι “στρογγυλό” το 2008..!
Και οι καμπύλες του ας είναι γόνιμες
για το καλό μας...

24 Δεκεμβρίου 2007

Η ευχή μου...

Τη Νύχτα απόψε, τη Χριστουγεννιάτικη,
ας φέρει φως
σε όποια φάτνη φωλιάζει μέσα μας
όποιος Θεός...

23 Δεκεμβρίου 2007

Εμπρός παιδιά...

Εμπρός παιδιά μου, μεγαλώσετε…
Γενήτε ιστορίες και τραγούδια…
Μικρά θεριά μου, αναστατώσετε
της γης τα κοιμισμένα αγγελούδια…

Θέλω να πω...

Θέλω να πω…
Της νύχτας να περιμένει
Του ήλιου να συνεχίσει να κρέμεται
Της φωτιάς να μη σβήσει
Και της βροχής να ακούγεται ροκ…

Θέλω να δω…
Τους αετούς να ερωτεύονται
Τους γύπες να ζευγαρώνουν
Τους θεούς να τρελαίνονται
Και τη ζωή να μην παίζεται μόνο σαν θρίλερ…

Απόψε βρέχει μοναξιά...

Απόψε η νύχτα είναι βαριά
κι η κουρασμένη μου καρδιά
θα ‘θελε να ‘ταν αγκαλιά με τη δική σου…

Μα βρέχει απόψε μοναξιά
που με χτυπά σταλιά-σταλιά
και με πονά με κάθε ανάμνηση δική σου…

Θα έρθει...

Θα έρθει απόψε σαν υπέροχη νότα…
Θα ‘ρθει να χτυπήσει της ζωής σου την πόρτα…
Θα μείνει κοντά σου,
δώρο της μοίρας – φαντάσου!
Κομμάτι ευτυχίας
που δεν πίστευε να νοιώσει η καρδιά σου…

Θα έρθει περνώντας απ’ τον τάφο ενός φίλου.
Στα μάτια κρατώντας κάποια δύση του ήλιου…
Θα σβήσει τον πόνο,
θα σταματήσει τον χρόνο
και η αίσθηση των ήχων
κάτι χτύπους της καρδιάς θ’ ακούει μόνο…

Θα ‘ρθει σαν οπτασία με λουλούδινο χρώμα…
Σαν ζωής υποψία που δεν βλάστησε ακόμα…
Πως θα ‘ναι, φαντάσου,
στην άδεια αγκαλιά σου
κομμάτι ευτυχίας
που δεν πίστευε να νοιώσει η καρδιά σου..

Και θ’ ανθίζουνε λουλούδια
και θ’ ακούγονται τραγούδια
που έλεγες ότι πεθάναν πια…
Και θα φτάνεις με τα χέρια
τ’ ουρανού όλα τ’ αστέρια
που έλεγες πως έχουν σβήσει πια…
Κι αργότερα τις νύχτες
θα τραγουδάμε στίχους
σαν ποιητές που αναστήθηκαν…
Και θα γεμίζουμε τους ήχους
με τις μνήμες όσων αγαπήθηκαν…

Σας θυμάμαι...

Σας θυμάμαι σαν φωνές αναρχικών
που ταράξανε της χούντας τον αέρα…
Και σαν μνήμες σκοτωμένων ποιητών
που τις πλάκωνε η σκλαβιά και η φοβέρα...

Ζωντανές αναμνήσεις...

Και θυμάμαι, θυμάμαι, θυμάμαι
κάτι όμορφα βράδια
που το φως των ματιών σου ντυνόταν
με σπάνια πετράδια…
Και θυμάμαι, στη ρέμβη της νύχτας,
μια ιστορία που είπε ο αρτίστας
κι ήρθε τόσο κοντά στην ψυχή μου
λες κι ήταν δική μου…

Και γυρίζω και πάλι γυρίζω
τη ρόδα του χρόνου…
Και θυμάμαι φωνές ευτυχίας
και δάκρυα πόνου,
ασημένιες γλυκές φεγγαράδες,
λίγους στίχους σε κάποιες αράδες
κι όσα όνειρα είχα να ζήσω
προτού σε γνωρίσω…

Και, θυμάμαι, παγώναν οι ώρες
σαν φεύγαν τα τραίνα…
Τα μαντήλια κουνούσαν με πόνο
για σένα ή για μένα…
Ο Απρίλης πνιγμένος στον κήπο,
το ρολόι σπασμένο στον τοίχο
κι ήταν ώρα ο χρόνος ν’ αρχίζει
να ξαναγυρίζει…

Θα σου λέω ιστορίες, θα δεις…
Αναμνήσεις του χθες, της ζωής μας…
Ζωντανές αναμνήσεις θα δεις
μέχρι να κοιμηθείς
…μέχρι να κοιμηθείς…

Το κτήνος!..

Κάποτε που τον ρώτησαν
αν θα μπορούσε να σκοτώσει,
εκείνος σκέφτηκε και είπε, ναι…
Το κτήνος!..
……………………………
Από τότε τον σκότωναν,
κάθε μέρα από λίγο,
οι ιεραπόστολοι κι οι πόρνες,
οι ήρωες και οι φυλλάδες,
οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα
- κυρίως οι τηλεοράσεις
και τα ραδιόφωνα τον σκότωναν,
επιμένοντας να τον πείσουν ότι ζει
σε μια νέα τάξη πραγμάτων…
Να δεις όμως που αυτός δεν πέθαινε.
Μόνο κουνούσε τα σκέλη του
και “ασελγούσε” ασύστολα
πάνω σε μια θάλασσα
καλοκουρδισμένες μαριονέτες
και διατεταγμένους τελματοφύλακες.
Συνέχιζαν βέβαια να τον σκοτώνουν
μα αυτός δεν πέθαινε…
Μέχρι που, κάπου εκεί,
ανάμεσα στο ζεστό σπέρμα
και τα λασπωμένα του ύφαλα,
βρέθηκε μια σανίδα
που έγραφε: “συμβατικότητα”.
Αρπάχτηκε, θαρρώντας πως έτσι
θα ξεγελάσει τις ρουφήχτρες
που τον τραβούσανε λαίμαργα.
Και τα κατάφερνε, για κάμποσο.
Ώσπου, επάνω σε έναν λόφο,
αντίκρισε το είδωλό του σταυρωμένο.
Και αφού πρώτα απόρησε,
μετά γοητεύτηκε.
Κι ύστερα ούρλιαξε…
Ούρλιαξε αγαπώντας το - το κτήνος !
Πολύ.
Θανάσιμα!..

Θα σε γνωρίσω...

Θα σε γνωρίσω από το στόμα
Που θα ‘ναι κόκκινο σαν του φιλιού το χρώμα.
Θα σε κρατήσω εδώ, μαζί μου,
Σε βρήκα παίζοντας χαρτιά με τη ζωή μου…

Είσαι εκείνη που ζητούσε
Η καρδιά μου όλο το βράδυ.
Είσαι εκείνη που μπορούσε
Να με σώσει με ένα χάδι…
Η μορφή σου είν’ εκείνη
Που κι ο θάνατος ακόμα
Δεν τολμά να τη μολύνει,
Δεν τη σκέπασε με χώμα..

Εδώ κι οι διό μας, μετά από χρόνια
Σαν διαβατάρικα πουλιά, σαν χελιδόνια…
Και η καρδιά μας είναι άνω – κάτω
Και το ποτήρι της ζωής μισογεμάτο…

Το μικρό δωματιάκι
Κάνει ότι δεν μας ξέρει.
Είναι ερείπιο λιγάκι,
Είμαστε κι εμείς πιο γέροι…
Μα οι στιγμές που είχαμε ζήσει
Ήταν ίδιες όπως τώρα
Λες και δεν έχει περάσει
Παρά μόνο λίγη ώρα…

Θα σε γνωρίσω από το στόμα
Που θα ‘ναι κόκκινο σαν του φιλιού το χρώμα.
Θα σε κρατήσω εδώ, μαζί μου,
Σε βρήκα παίζοντας χαρτιά με τη ζωή μου…

Άγχος, πλήξη και θάνατος...

Βλέποντάς σε να περπατάς
μαζί με τη θλιβερή ανθρωπομάζα,
σε νοιώθω αδιάντροπο, ατιμασμένο,
αιχμαλωτισμένο, αποκτηνωμένο, κυνικό.
Και, ακόμη, ακόρεστο από το πάθος
που σου υπαγορεύει ο ατελείωτος χορός
των βασικών σου ενστίκτων.
…………………………………
Είσαι ο απρόσωπος αυριανός.
Το Νο.: “Α 666 666 / 00-00-00”,
μιας αγέλης – κοινωνίας θηλαστικών
με δείκτη νοημοσύνης μετρήσιμο
σε ώρα μηδέν…

Γεύση από σταφύλι...

Γεύση από σταφύλι
γέμισε το στόμα…
Ήμασταν παιδιά, μα το θυμάμαι ακόμα…
Γεύση από σταφύλι,
ρόγες ευτυχίας
μες στην ομορφιά μιας δυνατής φιλίας…

Γεύση από σταφύλι
μες στον αχυρώνα
που είχαμε κλειδώσει τον βαρύ χειμώνα…
Γεύση από σταφύλι
κάτω απ’ το μπαλκόνι
που ήρθε να φωλιάσει ένα χελιδόνι…

Γεύση από σταφύλι,
όνειρο στα χείλη,
θέλει να μου στείλει
μια παλιά μου φίλη…
Γεύση από σταφύλι
κι έρωτα του Μάη…
Θεέ μου μ’ αγαπάει!
…Θεέ μου μ’ αγαπάει…

20 Δεκεμβρίου 2007

Απόδραση...

Είναι ανάγκη όλοι εμείς
να βγούμε απ’ τα κελιά μας.
Σε απόδραση ομαδική
μαζί με τα παιδιά μας…

Θα 'μαι 'κει...

Όποια πόρτα κι αν ανοίξεις,
θα ‘μαι ‘κει…

Όσο χθες κι αν ακυρώσεις,
όσες μνήμες κι αν σκοτώσεις,
σ’ όποια πέτρα κι αν σηκώσεις
θα ‘μαι ‘κει…

Οι ωραίοι στίχοι...

Ζωγραφίζω στίχους
στου κελιού τους τοίχους
και τους βάζω ήχους
να τους τραγουδώ…

Μα οι ωραίοι στίχοι
θέλουνε να τύχει
να βρεθεί μια μούσα
να τους εμπνευστώ...

Πώς...

Πώς ορμά ξαφνικά ο έρωτας
και βροντάνε της καρδιάς οι χτύποι !..
Πώς γελά η ψυχή μας κλαίγοντας
και ρουφάει με χαρά τη λύπη !

Μέσα στον κήπο σου...

Μέσα στον κήπο σου, Αδάμ, το διό χιλιάδες
Δεν συνηθίζεις πια γλυκά να τραγουδάς
Και τις βραδιές με ασημένιες φεγγαράδες
Ρομαντικά δεν συνηθίζεις να μιλάς…

Τώρα η απάντηση για κάθε απορία
Βγαίνει με πρόγραμμα από κάποια μηχανή
Μα η καρδιά σου, Αδάμ, ζητώντας ευτυχία
Δεν ξέρει ποιο κουμπί πατώντας θα τη βρει…

Μέσα στον κήπο σου, Αδάμ, το διό χιλιάδες
Δεν συνηθίζεται να κλαις ή να γελάς
Τα παραμύθια τους ξεχάσανε οι γιαγιάδες
Κι εσύ σταμάτησες να λες πως αγαπάς.

Τώρα τα πάντα λειτουργούνε με διακόπτες
Και τα αισθήματα ρυθμίζονται κι αυτά
Ν’ ανοιγοκλείνουνε αυτόματα σαν πόρτες
Και να κοιμίζουν την καρδιά σιγά-σιγά…

18 Δεκεμβρίου 2007

Ώσπου να σβήσουν...

Ώσπου να σβήσουν οι φωτιές στις γειτονιές
κι οι ενοχές ώσπου να πάψουν να κοιμούνται,
άιντε ν’ αρχίσουνε, τ’ αγκάθια στις καρδιές
πως ήταν κάποτε λουλούδια, να θυμούνται…

Ταραχή...

Κάτι τον ταράζει από απέναντι…
Κάτι που έρχεται σε κύματα,
σαν θάλασσα
και κάνει τις χορδές της ψυχής του να πάλλονται,
το δέρμα του ν’ ανατριχιάζει
και το λογικό του βαθειά να βουλιάζει αντίκρυ
και να πνίγεται…

Κάτι τον τρομάζει από απέναντι…
Ένα ποίημα δυσνόητο, ντυμένο στα μαύρα,
που θέλει να το διαβάσεις
ανάποδα,
με κάθε του στίχο να φωνάζει
πως είναι δική του η νίκη
στη μάχη που χάνουν τα μάτια
του απέναντι…

Ποια νίκη!..
Η ίδια φωτιά τους τύλιξε.
Τον έναν, ίσως, λίγο νωρίτερα,
Μα, θα καούν κι οι διό.
Αργά ή γρήγορα…

...???...

Πόσα απ’ τα όνειρα απόψε
Θα ‘ναι αύριο ψέμα!
Άραγε ο ήλιος θα βρει
να φωτίσει κανένα;
Ή θα ‘χουνε όλα σβηστεί
και θα μοιάζουνε ξένα…

Αν ήμουν...

Αν ήμουν λίγο πιο σοφός
Πιο δυνατός, πιο τυχερός,
Αν ήμουν λίγο μάγος..

Θα ‘δινα μάτια στους τυφλούς
Και φυλλοκάρδια στους σκληρούς
Και λευτεριά στους σκλάβους….

Όνειρο κι αυτο...!

Κάποτε, στον ύπνο μου, τρομάζω
από ένα όνειρο εφιαλτικό:
Όλα, βλέπω, γύρω μου ν’ αλλάζουν
και να μ’ αφήνουνε μονάχο εδώ…

Δεν ξέρω πώς...

Δεν ξέρω πώς μετράν τον πόνο
κι αν έχει τέλος ή αρχή…
Σ’ όποιο κομμάτι του τρυπώνω
κρυμμένη βρίσκω τη ζωή…

Θυμάμαι...

Τα μάτια μας θυμάμαι
που αρχίσαν’ να μιλάνε
με πόθο, μόλις βρέθηκαν αντικριστά…
Κι ύστερα έκλεισα την πόρτα
κι εσύ έσβησες τα φώτα…
Οι ανάσες μας στην κάμαρα μονάχες πια…

Έξω, στα δρομάκια
αλήτες, μηχανάκια,
ξενύχτι, πεζοδρόμιο και ξαστεριά.
Χτύποι από παλιά ρολόγια,
όνειρα κι ωραία λόγια,
ψίθυροι που χάιδευαν τ’ αυτιά…

Να που όμως ξημερώνει…
Κι η νύχτα που τελειώνει
μας άγγιξε, μας φίλησε, μας είπε ‘γεια…
Πάει…Φεύγουν και τα πρώτα
του έρωτά μας χνώτα.
Σε λίγο θα είμαστ’ άγνωστοι κι οι διό ξανά…

Γέμισαν οι δρόμοι
με κίνηση και σκόνη
γυρνώντας σε μοτίβο καθημερινό.
Θόρυβοι και στενοχώρια
πνίγουν τα ωραία λόγια.
Ώρα για να φεύγω πια κι εγώ…

Καίγομαι...

Καίγομαι
στη φλόγα που ζεσταίνομαι…
Κρέμομαι
στα μάτια που ονειρεύομαι…
Δίνομαι
στον ίσκιο που δροσίζομαι…
Πνίγομαι
στη θάλασσα που γίνομαι…

17 Δεκεμβρίου 2007

Μμμμ...!

Ας αφήνουμε το άρωμα του πάθους μας
να ξεχειλίζει που και που.

Ύστερα
κλείνουμε πάλι το μπουκαλάκι του
και πορευόμαστε “καθωσπρέπει”.

- Στα κρυφά,
δεν είναι κακό..!

...προσόρμιση...1

Τ’ αστέρια ορέγονται κάτι στα μάτια της
θαμβωτικό…
Ιδρώνουν τα όνειρα μέσα στη φάτνη της,
καίω κι εγώ…
Νεράιδας άγγιγμα, έκανε το είναι μου
βεγγαλικό
Κι απόψε εκείνος που θα μπει μέσα της
θα είμαι εγώ…

....προσόρμιση...2

Αυτός που έχεις γητέψει από μακριά,
δεσμώτης μιας φιλήδονης αβύσσου,
αδιάκριτα από πάνω σου ρουφά
μια στάλα απ’ τη λεβάντα τη δική σου.

Αυτός, που σε κοιτάζει από μακριά
να φέγγεις σαν γιαλός στη φεγγαράδα,
τη νύχτα, στα όνειρά του, αναζητά
ισθμό, να κάνει μέσα σου βαρκάδα…

16 Δεκεμβρίου 2007

Τί να ΄ναι...

Τι να ‘ναι η φλόγα μες στο βλέμμα μου
όταν ζυγώνει το δικό σου,
και τ’ ανατρίχιασμα στο δέρμα μου
όταν αγγίζει το δικό σου…

Τι να ‘ναι οι χτύποι μες στο στήθος μου
που σιγανά παραμονεύουν
κι όταν περάσουν μες στους στίχους μου
γίνονται κρότοι και θεριεύουν…

Τι να ‘ναι στ’ άστρα τα πολύφωτα
που κάποιες νύχτες μ’ ομορφαίνει
όταν μια λάμψη από το τίποτα
πέφτει επάνω μου και μένει…

Στιγμιαίο..?

Κάποια αέρινη δύναμη μας τύλιξε κάπως
αναιρώντας, φευγαλέα, ανάμεσά μας
το στημένο κενό…
Τα χείλη μας δύσκολα κατάφερναν
να κρύψουν τη λαχτάρα τους
ενώ τα μάτια μας πυρπολούσαν το είναι μας…
…Κι από τότε…
απ’ των ματιών σου την ωραία φυλακή
μια φλόγα έρχεται συχνά και με τυλίγει
κι η φαντασία ιδρωμένη και καυτή
οραματίζεται βαθειά πως σε αγγίζει…

13 Δεκεμβρίου 2007

Λες να 'ναι αργά..?..

Θάρρεψες πως δεν σε ξέχασε
εκείνος ο μικρός θεός
με τις φτερούγες στην πλάτη,
προ λίγου που ξαναφάνηκε
κρατώντας απ’ το χέρι μια νεράιδα…
Μόνο που, τώρα, δεν στάθηκε.
Απλά, σε κοίταξαν κι οι διό
και προσπέρασαν.

…Μα εσύ ταράχτηκες.
Το ίδιο όπως άλλοτε…

06 Δεκεμβρίου 2007

Μνήμες...

Θυμάται ο ένας τον άλλο στις γιορτές.
Πως χάθηκαν του λέει και λυπάται.
Κι οι μνήμες, κρεμασμένες με κλωστές,
πως γρήγορα θα πέσουνε φοβάται…

28 Νοεμβρίου 2007

Μίντια-Μεσάνυχτα...

Ήτανε δυνατός ο άνεμος στο ηλιόγερμα
κι ότι τραγούδησα χάθηκε
πνίγοντας τον αχό του
στις απέναντι ράχες…

Επειδή πούλαγαν ακριβά την διανόηση οι απόστολοι,
έφτιαξα εν’ αχταρμά από ευχές και πραμάτειες…
Κι αφού σοφός δεν βρέθηκε για να με πιστέψει,
δεν βρέθηκε ούτε ένας τρελός για να με πολεμήσει .
Έτσι, αξιώθηκα κι εγώ
να μπω στα...μίντια-μεσάνυχτα.

Αμυδρά θυμάμαι πως, τα πρωινά,
ο ίσκιος μου ήτανε καλός.
Τα μεσημέρια, ήτανε στραβός
και τα απογεύματα ανάποδος.
Πολύ ανάποδος ήτανε τ’ απογεύματα
και δεν τον άντεχα, ώσπου τον έδιωξα.
-ερχόταν νύχτα, θυμάμαι,
κι ανάγκη δεν τον είχα πια, τον ίσκιο μου-

Κι έπεσε η νύχτα…
Πάει ώρα πια που κούρνιασαν τα πιο ανήσυχα πουλιά.
Πάει ώρα πια που έσβησε κι ο τελευταίος ήλιος.
Και η καμπανιά του εσπερινού πάει καιρός που δεν μιλά.
Πάει ώρα πια που νύσταξε κι ο τελευταίος φίλος…

Και σας φιλώ…
Σας χαιρετώ…
Γιατί σοφός δεν βρέθηκε που να με πιστέψει,
δεν βρέθηκε ούτε ένας τρελός για να με πολεμήσει…
Έτσι αξιώθηκα κι εγώ
να μπω στα...μίντια-μεσάνυχτα…

Σαρανταεξάστροφο Αποτύπωμα Θορύβου Ψυχής...


Πιστεύω στον δεσμώτη των θεών
Στον δούλο άνω-θρώσκοντα που λιώνει
Στα λόγια των μεγάλων αδελφών
Στην τρύπα του ουρανού που μεγαλώνει…

Πιστεύω στα σημάδια των καιρών
Στα λοίσθια που πνέει η μηχανή σου
Στο ξύπνημα των όποιων ζωντανών
Στην αύρα της αγίας Αναβύσσου...

Πιστεύω στο παιχνίδι της ζωής
Στα όνειρα αποκοιμισμένων φίλων
Στο σπλάχνο της γλυκιάς ανατολής
Στο δάγκωμα απαγορευμένων μήλων...

Πιστεύω στην ανάγκη της φυγής
Στο ύψος που πετάει ο διπλανός μου
Στο αίμα σαν σταγόνα της ψυχής
Στον όλεθρο που εξάγγειλε ο θεός μου...

Πιστεύω στην οργή των θαλασσών
Στον πόλεμο της γης με τον αέρα
Στα νύχια πετεινών αρπαχτικών
Στο μπόλιασμα της φρίκης με φοβέρα...

Πιστεύω στις σταγόνες της βροχής
Στο σώμα από τη δίψα αγριεμένο
Στα φρούτα της καινούργιας εποχής
Στο χώμα το στεγνό και το βρεγμένο...

Πιστεύω στο παιχνίδι των ματιών
Στο υγρό γλυκό λαχάνιασμα της γλώσσας
Στον φόβο μου, το νέκταρ των δειλών
Στον πόνο τον δικό μου, τον δικό σας...

Πιστεύω στη βοή των μελισσιών
Στα βράχνα βογκητά της συνουσίας
Στο κλάμα και στο γέλιο των φιδιών
Στις ύπουλες αυλές της εξουσίας...

Πιστεύω στα τραγούδια των τρελών
Στα ίχνη των αρχαίων μας στον δρόμο
Στα στρόγγυλα βυζιά των μαγισσών
Στον μύθο για τον τέλειό μας νόμο...

Πιστεύω στο λουλούδι -πως ανθεί
Στο τζάμι του καθρέφτη -πως θαμπώνει
Στο κάθε ορφανό -ότι πενθεί
Στο φως των αστεριών -γιατί νυχτώνει...

Πιστεύω στις ορμές των κοριτσιών
Στο ξάφνιασμα της ήβης των εφήβων
Στους έρωτες αντρών και γυναικών
Στον κόσμο της σιωπής και των θορύβων...

Πιστεύω στην αλήθεια -τη γυμνή
Στο ψέμα -το ελάχιστα ντυμένο
Στη φύση τη μανούλα την αγνή
Στο τέρας που βρυχάται πληγωμένο...

Πιστεύω στους κατάθλιπτους βοσκούς
Στα λείψανα προβάτου που εσφάχθη
Στους οσιολογιότατους ασκούς
Στα άπειρά μας χρόνια και στα λάθη...

Πιστεύω στους καπνούς και τις φωτιές
Στα όνειρα της γης που μαραζώνει
Στα ξόμπλια, στις κατάρες, στις ευχές
Σ’ αυτούς που βγάζουν λόγο απ’ το μπαλκόνι...

Πιστεύω στο καμάρι των εθνών
Στο λάβαρο που ορέχτηκε ο αέρας
Στα χέρια τυμβωρύχων ελε(γ)εινών
Στη χάρη της αγίας Φαλκονέρας....

Πιστεύω στο μυαλό όταν πάει αλλού
Στο πείραμα μετάλλαξης του μαύρου
Στο βύθισμα της άκρης του γιαλού
Στο πιο μεγάλο αυγό -του δεινοσαύρου...

Πιστεύω στη σιωπή των κατσικιών
Στους λύκους και στις κόκκινες σκουφίτσες
Στη φούσκα των μεγάλων αξιών
Στον πόθο σταυρωμένο -με καρφίτσες....

Πιστεύω στην ψυχή των λουλουδιών
Στον κάθε πηγεμό για την Ιθάκη
Στο φως που ακούν τα μάτια των τυφλών
Στο ράδιο-φονικό μας Ναγκασάκι...

Πιστεύω στα ταξίδια των ιών
Στα όποια διαδίκτυα εμπόρων
Στις θάλασσες αθλίων ξαπλωτών
Στα ράθυμα φυλάκια συνόρων…

Πιστεύω στις ανάποδες στροφές
Στη βία της οργής που ξεθυμαίνει
Στις πύρινες ηφαίστειες γιορτές
Στη λάβα των κρατήρων που ανεβαίνει…

Πιστεύω στους βοστρύχους των μουσών
Στο χνούδινο χορτάριασμα των τάφων
Στα λόγια του μαντείου των Βακχών
Στις λόγχες ποιητών και μονομάχων…

Πιστεύω στην ψυχή των αριθμών
Στο ψάξιμο -αυτό που δεν τελειώνει
Στη σχάση των πυρήνων -των σπυριών
Στο άρμεγμα -το άγριο που ματώνει…

Πιστεύω στις βουτιές των αετών
Στην τύφλα της ματιάς των νυχτερίδων
Στα θύματα -τους θύτες των θυτών
Στο μέλλον των μεγάλων -κατσαρίδων…

Πιστεύω στο: “ποτέ μη λες ποτέ”
Στο: “ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος”
Στης ίριδας τον διάφανο λεκέ
Σ’ αυτούς που με χτυπάνε -κατά λάθος…

Πιστεύω στη ζωντάνια της αρχής
Στον ίδρο και τον κάματο του τέλους
Στις ρίζες της παγκόσμιας φυλής
Σε ανάκατους: καλούς, κακούς και ξένους…

Πιστεύω στη διαύγεια του νου
Στο κάθε ξωτικό που την τονώνει
Στο χέρι μου στον ώμο του αλλουνού
Στη φούχτα που πισώπλατα σκοτώνει…

Πιστεύω στα οράματα παιχτών
Στον ύπνο της ωραίας ειμαρμένης
Στους ήχους απ’ τα ζάρια των ψυχών
Στο εντός της σαρκοφάγου που πεθαίνεις…

Πιστεύω στο τροπάριο της αυγής
Στον τύπο “ντι-εν-έϊ” που μας ορίζει
Στο έλεος των πόθων της ζωής
Στην κάθε αμαρτία που ζαλίζει…

Πιστεύω στους μικρούς ωκεανούς
Στον κόρφο της μεσόγειας λεκάνης
Στο άρωμα της σάρκας -στους γλουτούς
Στους έρωτες που βρίσκεις και που χάνεις…

Πιστεύω στο τικ-τακ των ρολογιών
Στην έντονη αποτύπωση του χρόνου
Στο μέλλον στο παρόν στο παρελθόν
Στα βάρη που φορτώθηκα επ’ ώμου…

Πιστεύω στα σταφύλια της οργής
Στα αιμάτινα βατόμουρα του πάθους
Στα κόκκινα κεράσια της ντροπής
Στα άλματα -του ύψους ή του βάθους…

Πιστεύω στις γραμμές των παλαμών
Στα χέρια που εικονίζουνε τη μοίρα
Στα τέκνα των κατώτερων θεών
Στη φλόγα που με πήρε -και την πήρα…

Πιστεύω στα δωράκια που κρατείς
Στα όποια αναγνώσματα μου δίνεις
Στον φόβο σου όταν νοιώθεις πως αργείς
Στον πόνο όταν τον ήλιο καταπίνεις…

Πιστεύω στα μυθεύματα που λες
Στην άκρη κάθε μέρας που τελειώνει
Στον σκύλο που θα γλείψει τις πληγές
Στον κόρφο της ψυχής που ξημερώνει…

Πιστεύω στα κουτάκια που έχω βρει
Στην κρύπτη που βολεύω τα όνειρά μου
Στη σπίθα που με καίει κάθε στιγμή
Στο βλέμμα που τραντάζει την καρδιά μου…

Πιστεύω στη φωνή -όταν τραγουδά
Στο δρόμο -όταν μας πάει και μας φέρνει
Στην ξύλινή μας γλώσσα -όταν σιωπά
Στο γκρίζο μας κεφάλι -όταν γέρνει…

Πιστεύω στ’ άστρα που έγιναν χλωμά
Στη θέα της μεγάλης μας απάτης
Στα πόδια του βωμού του Μαμωνά
Στο ατέλειωτο ξεχείλισμα της στάχτης…

Πιστεύω στις ρυτίδες -του καιρού
Στα πιο βαθιά σημάδια -απαραιτήτως
Στο απέραντο βασίλειο -του νεκρού
Στον φίλο -που προδίδω ανεπαισθήτως…

Πιστεύω σε ότι λάμπει απατηλά
Στον ενθουσιασμό της παρθενίας
Στην πρώτη και την έσχατη σπηλιά
Στα σκέλη της μεγάλης κοινωνίας…

Πιστεύω στις συμπτώσεις της ζωής
Στους κύκλους των μικρών μας αεροπλάνων
Στο κλάμα και στο γέλιο της στιγμής
Στο βάσανο των όποιων μας τυράννων…

Πιστεύω στο ότι θες να βαφτιστείς
Στη θέρμη της καρδιάς -των αγαλμάτων
Στην ψύχρα της μεγάλης λογικής
Στον πλούτο του φωτός και των χρωμάτων…

Πιστεύω στην οργή των κεραυνών
Στον τρόμο από το ξάφνιασμα των κρότων
Στις νύχτες ηδονής των στρατηγών
Στο πάθος των μεγάλων μας ερώτων…

Πιστεύω, από πριν, στο πιο μετά
Στην κάθε νέα τάξη των πραγμάτων
Στο ρίγος της καμπάνας που χτυπά
Στο μέλλον του λαού -των ασωμάτων…

Πιστεύω στα παιδιά του μεθυσιού
Στα αρώματα του κήπου των θαυμάτων
Στην έκρηξη θυμού του ποταμιού
Στο σθένος των δικών μου αναχωμάτων…

Πιστεύω και στον ζόφο και στο φως
Και στο άγχος όταν πέφτει ένα αστέρι
Και σε ότι με γερνάει ανελλιπώς
Νυχθημερόν, χειμώνα – καλοκαίρι…

Μα πιο πολύ πιστεύω στο αλγεινό,
που μου έδωσαν, αντίδωρο: να λιώνω!
Τη μέρα κρεμασμένος στο κενό...
Τη νύχτα με φωτιά παρέα μόνο…




Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου...


Τι να μας κάνει ο καθρέφτης
αν ασχημίζουμε διαρκώς…
.............................................................
Είναι κι αυτός λιγάκι φταίχτης
μα είμαστε εμείς προπαντός…


27 Νοεμβρίου 2007

Στον σταθμό του μετρό

Στον σταθμό που κάνει στάση το μετρό

Η ζωή πουλάει αγκάθια και τουλίπες

Που αγοράζουνε με ύφος σοβαρό

Κι οι μικροί και οι μεγάλοι συμπολίτες..


Στο μπαλκόνι ένα τεράστιο πανό

Με το χρώμα του ν΄ αλλάζει κάθε τόσο

Κι από κάτω καφέ-μπαρ «Τριαλαλό»

Με πιοτά πολλά, χωρίς μεζέ ωστόσο…


Στον σταθμό που κάνει στάση το μετρό

Περιμένοντας να έλθει το θηρίο

Η διανόηση φλερτάρει ένα Προ-Πο

Μια και δεν της βγήκε πριν κάποιο λαχείο


Το ραδιάκι σ’ ενός μπάτσου τη στολή

Ακατάληπτες φοβέρες μεταδίνει

Κι ένας χούλιγκαν με κούρεμα γουλί

Κατουράει στις γραμμές και σου τη δίνει..


Στον σταθμό που κάνει στάση το μετρό

Στο σφυρί και η ζωή σαν ευκαιρία…

Πάρε φρέσκο κουλουράκι τραγανό.

Έλα κύριε καλέ, κι εσύ κυρία…


Κι ο μουγκός που μας πουλάει φυλαχτά

Μέσ’ στο πλήθος του σταθμού φιλοσοφώντας

Βλέπει ένα-ένα τρένο να περνά

Και του γνέφει στο καλό χαμογελώντας…


Στον σταθμό που περνά το μετρό

Απ’ την κίνηση σου έρχεται ζάλη…

Και πώς μοιάζ’ η ζωή με Προ-Πο!

Κάθε μέρα και μια έκπληξη άλλη…

Σιγά - σιγά

Σιγά-σιγά, μαζί με πήρες

εσύ, το χρώμα της αυγής,

βαθειά στις φωτεινές πλημμύρες,

κοντά στο νόημα της ζωής…

Όταν...σπάμε

Όταν σπάζει η καρδιά και ματώνει η αγάπη

με ντροπή κι ενοχή μας κοιτάζει ο θεός…

Γιατί βλέπει ότι δώρο μας έκανε κάτι

που να το έχει καλά ξέρει μόνο αυτός…

Μη...

Μη τραγουδάς λυπημένο τραγούδι

και μη δακρύζεις, μη κλαις άλλο πια.

Ας’ την ελπίδα να είναι λουλούδι,

μη τη σκοτώνεις ξανά…

Μη, γιατί απόψε γεννάνε οι σπάροι

στης Νυρεμβέργης την ακρογιαλιά

κι όλοι του κόσμου απεργούν οι φαντάροι

κι έχουν οι πόρνες δουλειά…

Μη, γιατί απόψε διαλέξαν’ οι γλάροι

ν’ αποδημήσουνε κάπου μακριά

κι είναι σβηστά τα ραντάρ και οι φάροι

για να περάσουν κρυφά…

Μη τραγουδάς λυπημένο τραγούδι

και μη δακρύζεις, μη κλαις άλλο πια

τώρα που γίνεται η Γη αγγελούδι

και προς το χάος τραβά…

21 Νοεμβρίου 2007

Ο Φυλαχτός

Ο Φυλαχτός είναι χαζός
Μα του έχει μείνει λίγη γνώση να μετράει
Ποιούς σημαδεύει ο Θεός
Στον συρφετό της αγοράς που τριγυρνάει…

Κι έχει μια μάνα ο Φυλαχτός
Που την βιάσαν’ κι από τότε δεν μιλάει…
Μα είναι “ενδόξου”, λέει, πατρός
Κι ο κόσμος γύρω του ας τον δείχνει κι ας γελάει…

Ο Φυλαχτός είναι χαζός
Μα του έχει μείνει λίγη γνώση να μετράει
Πόσο είναι ο λογαριασμός
Στον συρφετό της αγοράς που τριγυρνάει…

Κι έχει μια μάνα ο Φυλαχτός
Που είναι μουγκή μα, αραιά και που, σοφά μιλάει
Και λέει: ευτυχώς που είναι χαζός,
Γιατί ο χαζός με τη μιζέρια του πουλάει…

Ο Άγιος Μεσάζων...

Τον είδα…
Τον θυμάμαι που χίμηξε να μας τρελάνει…
Σαν αερικό ήτανε…
Σαν φούρνος του Χότζα, όθε τον άνεμο βολεύονταν…
Και ξεγελούσε
σαν μαυραγορίτης που κλέβει στο ζύγι.
Κι αφόριζε και κλώτσαγε και φώναζε…

Επάνω του φορούσε ράσα και μανιτάρια από καπνό
Κι οι δρασκελιές του φλέγονταν
Κάθε που συναντούσε φιγούρες ανθρώπων που έλιωναν…

Στον ώμο κουβαλούσε τον νόμο του
Που ήτανε δίκαιος όσο κι η καραμπίνα ενός κυνηγού
Και κάτω απ’ τις πατούχες του
Είχε καρφώσει τους πόνους μας,
Τους όποιους τους δικούς μας
Και τους δικούς σας,
Κι αγόραζε, λέει, μ’ αυτούς
Την εύνοια του θεού μας…

Είχε πλαστή ταυτότητα,
με γνήσια όμως σφραγίσματα
Και κάμποσους εχθρούς – πολλούς εχθρούς.

Είχε και κάτι μπράβους που τους έλεγε ήρωες,
εθελοντές ή πληρωμένους
-δεν έχει σημασία, ήρωες ήτανε.
Και πολεμούσαν αυτοί γι αυτόν
Εις το όνομα του ψηλού
Και του κοντού
Και του αγίου μεσάζοντος.

Και δεν είναι παράξενο,
Που μέσ’ στο χάλι αυτό
Μάλλον μπερδεύτηκε ο θεός
Και δεν τον διαολόστειλε…

Μα την αλήθεια,
Καθόλου παράξενο δεν μου φάνηκε….

Κάγκελα...


Απ’ το παράθυρο του κόσμου το ανοιγμένο
το ξεβαμμένο, το λερωμένο,
βλέπω τις στέγες των σπιτιών μας τις καημένες
δυστυχισμένες και ρημαγμένες .

Βλέπω τους κήπους με αγωνία φυτεμένους
και γύρω-γύρω περιφραγμένους
και τους ανθρώπους μεσ’ στους δρόμους ζαρωμένους
σκυφτούς, κλαμένους, μαρμαρωμένους..

Βλέπω και κάτι κάγκελα τριγύρω εδώ
που μας κυκλώνουν μουλωχτά από λίγο
Και θύμισε μου απόψε να ονειρευτώ
πώς θα μπορέσω κάποτε κρυφά να φύγω…
……………………………………………………
Από ένα βλέφαρο του κόσμου κουρασμένο
και νυσταγμένο και λυπημένο
βλέπω ένα δάκρυ που ετοιμάζεται να φύγει
και την ψυχή μου λυγμός την πνίγει…

Βλέπω τους κήπους με λαχτάρες φυτεμένους
και λίγο-λίγο λουλουδισμένους
Πρώην κοσμοκράτορες στους φράχτες πεταμένους
μουγκούς, βλαμμένους, ταπεινωμένους..

Βλέπω το κάγκελο τριγύρω μας το αγκυλωτό
αργά να μεταλλάσσεται κι αυτό σε κρίνο
Κι όταν νυχτώσει θύμισέ μου να σκεφτώ
πώς θα σας πείσω όλους σας, εδώ να μείνω…

Θεομηνίες...

Σκουπίδια, υπόνομοι, συγκοινωνίες,
τηλεγραφόξυλα, ντε-λουξ κηδείες,
δόξες, παράσημα και νοσταλγίες
κι ανησυχίες…

Σαββατοκύριακα μες στις πρεσβείες
με όπλα αυτόματα και πανοπλίες,
φριχτά συμβούλια και συμφωνίες-
παραφωνίες …

Κρουαζιερόπλοια και ανταρσίες
κι ανθρωποθάλασσες και ναυμαχίες
και μεροκάματα και απεργίες
κι υπερωρίες…

Αρχαία ερείπια στις πολιτείες
και φίλοι, σύμμαχοι και αποικίες
κι αεροδρόμια και πειρατείες
κι αποστασίες…

Νότες παράφωνες στις συναυλίες,
πράκτορες, έρευνες, δωροδοκίες,
στραβοπατήματα και δυναστείες
με αδυναμίες….

Και αναγνώσματα με ιστορίες
κι εμπορικότατες φτηνές σοφίες,
ξενύχτια, έρωτες, εφημερίες
κι αμφιβολίες…
………………………………………

Κι ο κόσμος τρέφεται με θεωρίες
στων εξατμίσεων τις ευωδίες…
Κι από το Μέξικο ως τις Ινδίες
θεομηνίες…θεομηνίες….

Η ώρα τρεις...

Η ώρα τρεις και βρέχει
και ο κόσμος τρέχει
μ’ ανοιχτές ομπρέλες
κυνηγώντας τρέλες…

Και συχνά γλιστράει
και παραπατάει
μα μυαλό ποιος έχει
η ώρα τρεις που βρέχει…

Εν βρασμώ ψυχής...

“Εν βρασμώ ψυχής” γεννηθήκαμε,
προϊόντα τριβής,
σαν τους κόκκους της άμμου…
“Εν βρασμώ ψυχής” στοιβαχτήκαμε
στην ταράτσα της Γης,
ο ένας πάνω στον άλλο…

Σαν φάντασμα...

Απόψε, σαν το φάντασμα,
ήρθε η μορφή σου πάλι.
Σαν μέσα από ένα χάλασμα
να βγήκε, της καρδιάς.

Κι εγώ τόλμησα, στ’ όνειρο,
να σ’ αγκαλιάσω πάλι
μα, το φιλί μου, στο άπειρο
χάθηκε μονομιάς…

Από μια άλλη απόσταση...

Ένας ακριβοθώρητος θεός μας τυραννούσε…
Κι ήτανε χάλια η γη και μαύρη η θάλασσα
κι αδιάκοπα στη νύχτα ασελγούσε
ένας αλήτης εραστής,
στ’ ανάσκελα της λυσσασμένης φουρτούνας…

Ήταν κι ο τάφος μας παράξενα μουγκός.
Ρηχός κι ο ουρανός δεν μας χωρούσε.
Κι ήταν ο ίσκιος μας πικρός και σκοτεινός και φλογερός
και ο κακός μας ο καιρός
μες’ στην αλμύρα μας πετούσε..

Μέσα στην τρύπα ήταν αδύνατον ν’ αντέξουμε
χωρίς λιγάκι μπύρα
ή λίγη σούπα των τρελλών.
Κι ήταν αδύνατον ν’ ανοίξουμε
στη νύχτα παραθύρια
μήπως ταράξουμε την σκέψη των σοφών…

Μία κατάρα και μια ευχή μας τυραννούσαν:
Να ξαναλέμε απ’ την αρχή,
μέχρι να γίνουμε ξεφτέρια,
την ιστορία την πικρή, την χθεσινή, την βαρετή…

Κι όταν το σάλιο εξατμιστεί
να κυνηγάμε πεφταστέρια
μ’ ευχοκατάρες σαν εχθροί,
ώσπου να βγουν καινούργια’ ασκέρια
απ’ το υπόγειο κελί
όπου φυλούν σκοπιά σαν σκύλοι οι ανθρωποφύλακες,
πιστοί στην ιστορία την πικρή, την χθεσινή, την βαρετή….

Κι ήταν τα χέρια μας πολύχρωμα, ζεστά,
στο αίμα και στη λάσπη δουλεμένα.
Κι ήταν τα γέλια μας χλωμά
σαν γιορτινά του θανατά.
Κι είχαν τα δόντια μας βρωμιά
σαν μπουχτισμένα χτένια…

Από τα δέντρα δεν μπορούσαμε να κόψουμε
τα νόστιμα καλούδια
πριν απ’ τα σμήνη των πουλιών
κι ήταν αδύνατον να δρέψουμε
τα όμορφα λουλούδια
που έγιναν μάταια στολίδια των νεκρών…

Κι ήταν, καιρό, αμίλητος ο μάντης ο τραυλός
κι όλοι οι Δελφοί τον τρέμανε που αργούσε να μιλήσει,
μην πει σκλάβο τον ‘λεύτερο, ο μάντης ο τρελός,
μην πει το σύστημα σαθρό, και μη το βλαστημήσει…

Όμως, στο τέλος, ήρθε φως από μιαν άλλη απόσταση….
Κι ένας απρόσμενος θεός μας λειτουργούσε…
Κι ήτανε, λέει, χάρμα η γη και λάδι η θάλασσα
κι ανάμεσα στους άγιους ξεψυχούσε
κι ο πιο καλός τους μαθητής:
το λίγωμα της τελευταίας λαμπάδας….

17 Νοεμβρίου 2007

Ουρανέ...

Άγρυπνο μάτι τ’ ουρανού,
κάνεις ότι κοιτάς αλλού
όταν οι εχθροί με κάνουν λιώμα.

Έρχονται, όμως, αερικές
νύμφες να γλείψουν τις πληγές,
γιατί η ζωή με θέλει ακόμα…

Μέσα Στην Ευρώπη...

Μέσα στην Ευρώπη σιδεράδες, ξυλοκόποι, γεωργοί,
Ναύαρχοι, πιλότοι, τραπεζίτες, καμαρότοι, κυνηγοί,
Γάλλοι, Πορτογάλοι, Βέλγοι, Έλληνες και άλλοι κι Ιταλοί
Μέσα στην Ευρώπη λογαριάζουν: πότε, πόσο, πώς, γιατί…

Μέσα στην Ευρώπη αγκαλιές, φιλιά και κρότοι και φωτιές
Γόνδολες και βιόλες, μπαγλαμάδες και φρουτάκια των Ες-Ες…
Χιόνια και ομίχλη κι ουρανός που ρίχνει όξινες βροχές
Βόμβες σε πακέτα για χωμένες μεσ’ στα τούνελ γειτονιές…

Μέσα στην Ευρώπη άλλοι δεύτεροι άλλοι πρώτοι στη σειρά
Παίρνουν με δελτίο την αγάπη, με λαχείο τη χαρά
Σαν ανθρακωρύχοι, μαυρισμένοι απ’ την τύχη την βαριά,
Ζουν μαζί ένα δράμα, πατεράδες και μανάδες και παιδιά….

Μέσα στην Ευρώπη παρδαλοί αγελαδοτρόφοι απειλούν
Λόρδα με τιράντες αν τα ζώα στο τρελάδικο κλειστούν…
Κόμητες και κότες, αρχιτέκτονες κι ιππότες σε στοές
Πόρνες, διπλωμάτες, στρατηγοί, αριστοκράτες κι αδελφές…

Μέσα στην Ευρώπη σιδεράδες, ξυλοκόποι, γεωργοί,
Ναύαρχοι, πιλότοι, τραπεζίτες, καμαρότοι, κυνηγοί,
Γάλλοι, Πορτογάλοι, Βέλγοι, Έλληνες και άλλοι κι Ιταλοί
Μέσα στην Ευρώπη λογαριάζουν: πότε, πόσο, πώς, γιατί…

Στην Καλύβα Του Μπάρμπα Θωμά...

Αφού τ’ άλογα μπουν στα φατνιά
και κλειδώσουν οι στάβλοι
στην καλύβα του μπάρμπα Θωμά
ξαποσταίνουν οι σκλάβοι.

Και, φαντάζονται, η λευτεριά
που έχουν βάλει σημάδι,
σαν το μέλι πως είναι γλυκιά
κι απαλή σαν το χάδι…
…………………………….

Καθωσπρέπει κορμιά και φρικιά
και κοκότες και μπράβοι,
στο μπαράκι του Τόμας-Θωμά
ραντεβού κάθε βράδυ.

Κι αν νωρίτερα, ο Μέγ-κ-ας, σκληρά
μας βασάνισε πάλι,
ίδια - όλους, ο θεός, μας κοιτά
όταν είναι σκοτάδι…

16 Νοεμβρίου 2007

Δώρο για 'μένα, από 'σένα...

Στην πόλη ατέλειωτα μεσάνυχτα
Και κάθε λίγο και ληστεία.
Μανταλωμένα τα παράθυρα
Και μέσα κι έξω απληστία….
   Κι εσύ, σκλαβώνεις με τους τρόπους σου
   Και μου προσφέρεις γυαλισμένα
   Τα σίδερα των περιστρόφων σου
   Δώρο για μένα από σένα…

Νοιώθω αιχμάλωτο τον ίσκιο μου
Σε μια αιμοβόρικη αρένα
Όπου λιοντάρια μου επιτίθενται
Και με σπαράζουν ένα-ένα…
   Κι εσύ γεμίζεις το κεφάλι μου
   Με παραμύθια αγριεμένα
   Και μου φοράς την πανοπλία σου
   Δώρο για μένα από σένα…

Συχνά διωγμένος απ’ τη ρίζα μου
Ψάχνω να δω τι θ’ απογίνω
Και βρίσκω άσκοπο τον πόλεμο
Που με ρωτάς, αν τον εγκρίνω…
   Μα όταν θα έλθεις πάλι αύριο
   Με Δαναών δώρα στα χέρια
   Θα σε κεράσω εγώ, αντάρτικο,
   Δώρο για σένα…από μένα…

Παρκόμετρα

Στο πλάι του δρόμου τα παρκόμετρα
κονσέρβα ελευθερίας μας πουλάνε
και σπάνε συνέχεια τα θερμόμετρα
με τόσους καημούς που τραγουδάμε…

Διαδικτυακό...

Σ’ ένα δωμάτιο φυλακής, ψυχή μου, αντέχω…
Σε μια οθόνη σαν παράθυρο ανοικτό
βλέπω ό,τι δεν απέκτησα και ό,τι έχω
σε έναν, γύρω μου, κλοιό ασφυκτικό…

Καψόνι

Στοίβα ο πόνος στο καμιόνι
Και η νύχτα στο τιμόνι
Βουτηγμένη μες στη σκόνη
Πάει φαντάρους για καψόνι…

Κι ύστερα που ξημερώνει
Η Ιστορία - αυτή η πόρνη,
Μια θρηνεί, μια καμαρώνει
Μια γεννάει και μια σκοτώνει…

Φθινοπώριασε...

Δες πώς γέμισε η αυλή μας
νοσταλγίες της ζωής μας
κι οι καρδιές μας σαν τα φύλλα κιτρινίσανε…

Φθινοπώριασε και πάμε
για χειμώνα ολοταχώς.
Ζεστασιά θέλουμε τώρα, πώς και πώς…

Ορέ!..

Κίτρινη κλωστή μπλεγμένη
γύρω απ’ όλα τυλιγμένη
κλείνει μάτια, ράβει χείλη,
δένει τον φρουρό στην πύλη…
Ορέ!..

Άγριος μεγάλος “μπάτσος”
άστραψε όλος “κατά λάθος”
κι έγινε η ψυχή μας κλάμα
κι η φωνούλα μας ρεκλάμα…
Ορέ!..

Στην Έλμα...

Αν και η φύση σε προίκισε τόσο
κάτι έχω κι εγώ να σου δώσω…
…Εικόνες
μιας συλλογής δικής μου,
απ’ τη ζωή μου…

Λέω να σου χαρίσω
την καρδιά όταν ήταν χάμω,
στης ακρογιαλιάς την άμμο,
με την πρώτη ακόμα νιότη της επάνω…
Την αγάπη σαν τραγούδι,
σαν μπουμπούκι από λουλούδι
και σαν λίγο απ’ το μάγουλο μου χνούδι…

Λέω να σου χαρίσω
λίγο ήλιο απ’ τον φεγγίτη
που μου φώτιζε το σπίτι,
τις λαχτάρες μου στους τοίχους με γραφίτη…
Μια μποτίλια πετιμέζι
και τα ζάρια στο τραπέζι
που δεν έπαψε, η ζωή, ποτέ να παίζει…

Και θα σου χαρίσω,
σαν σφυριά πάνω στο αμόνι
που έχεις την καρδιά σου ακόμη,
την ευχή μου να ‘σαι όρθια στο τιμόνι…
Να μη ζεις από συνήθεια,
να ‘χεις χέρια για βοήθεια
και το στόμα σου να λέει την αλήθεια…

Γιατί,
αν και η φύση σε προίκισε τόσο,
κάτι έχω κι εγώ να σου δώσω…
…Σταγόνες
που είναι χυμός, παιδί μου,
απ’ την ψυχή μου…

Στα μπλόκα...

Στα μπλόκα της καινούργιας τάξης
εμάς, τους φευγάτους, μας πυροβόλησαν.
Κι έστησαν τα κορμιά μας, αγάλματα,
να κοιτάζονται αντικριστά,
βαμμένα με την ίδια γυαλάδα
που ανάβλυζαν οι ανυπόταχτες ψυχές μας νωρίτερα…
Και όμως,
ο ένας γνέφει στον άλλο
πως δεν πεθάναμε…




15 Νοεμβρίου 2007

Καρδιές..?

Σπανίζουν πια οι καρδιές οι ζωντανές.

Τις πιο πολλές τις δάγκωσαν οι σκύλοι

που μπήκαν στων ανθρώπων τις φυλές .

…Κι απόγιναν εχθροί οι πρώην φίλοι…

Είμαστε σε καλά χέρια..!.

Οι ήχοι των τρωκτικών μας νανουρίζουν

σ’ έναν υπέροχο λήθαργο…

Στα εργοτάξια των μεταμοντέρνων εργολάβων

ετοιμάζουν το λίκνο μας για να ξαναγεννηθούμε

-ή να πεθάνουμε, δεν έχει σημασία.

Και οι σελίδες της ιστορίας χλομιάζουνε

κι η Γη βογκάει.

Όμως

εμείς είμαστε σε καλά χέρια.

Άλλωστε

ποτέ δεν ήμασταν σε καλύτερα!…

Ζήτημα Ζωής...ή Θανάτου??

Όταν ήμουνα μικρός

ο κόσμος ξαναγεννούσε τον εαυτό του.

…Κι αργούσε ν’ ανθίσει…

Τώρα, που μεγάλωσα,

η Φύση ψάχνει τον εαυτό της .

…Κι αργεί ν’ ανθίσει…

Αριστούχοι...

Οι αριστούχοι στη Σχολή

με τα σκληρά καψόνια,

είναι αυτοί που ζουν πολύ

μέσα σε λίγα χρόνια.

Είναι οι φευγάτοι, δηλαδή

κι οι κάπως ανατρεπτικοί,

οι αριστούχοι στη Ζωή

με τα σκληρά καψόνια…

Νύχτα...!

Έπεσε στα μάτια μας επάνω η νύχτα…

Ο ορίζοντας κατάπιε το χρυσό πουλί…

Ντύθηκε στα ψέματα η γυμνή αλήθεια

και - αλήθεια - πώς τη βγάζουμε ως το πρωί?..


28 Οκτωβρίου 2007

Επετειακή...επαιτεία.!.

Η Ελλάς που κοιμάται
και, στον ύπνο, παλιότερες δόξες θυμάται,
ξυπνώντας φοβάται
πως δεν είναι η πρώτη απ’ τις τρεις που αγαπάτε…

(...Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια..??)

27 Οκτωβρίου 2007

Παραίνεση...

Σου λέω να δεις γιατί και πώς
σε υπνωτίζει η εξουσία
και σε διορίζει ουραγό,
κομπάρσο σε προ-κατ ταινία…

Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσό..!

Φτιάξανε σύλλογο και μαζευτήκανε καλές κυρίες
που θέλουν πιο καλές να γίνουν κάνοντας φιλανθρωπίες.
Παίζουν μπιρίμπα και κουμκάν συνέχεια πίνοντας τσάι
και ό,τι χάνουν - λεν’- “υπέρ ασθενών και απόρων” πάει..
……………………………………………………………
Σαν δημοσίευση - ξένη - εμφανίστηκε μία αγγελία
Πως θα γινόταν - λέει - γλέντι φιλάνθρωπο σε μια πλατεία.
Και την επαύριο έτρωγαν κι έπιναν καλοφαγάδες
για να βοηθήσουνε της γης ολόκληρης τους φουκαράδες..
……………………………………………………………
Αγανακτήσανε κάποιοι ευυπόληπτοι αριστοκράτες
όταν τους έκλεισαν τον δρόμο οι άνεργοι πρώην εργάτες.
Κι εκείνοι απάντησαν με ένα σύννεφο από ντομάτες
στους ευυπόληπτους αγανακτήσαντες αριστοκράτες…
……………………………………………………………
( Χρυσό δεν είναι ό,τι λάμπει στις βιτρίνες.
Συχνά, από μέσα, έχει ατόφιες… λαμαρίνες.! )

Καλέ μου Άνθρωπε...

Καλέ μου άνθρωπε, για δες:
Σεισμοί μπρος-πίσω μας κουνάνε
κι όλοι μας ρίχνουν το ψωμί
απ’ το τραπέζι πριν το φάμε…

Για δες ακόμα εσύ κι εγώ
πώς αγαπιόμαστε και πάμε…
Πάμε ο ένας του αλλουνού
το μάτι λίγο να του φάμε…
…………………………….
( Και τι να πρωτοκλάψουμε,
ποιος ξέρει;
- Την πληγή, το χέρι ή το μαχαίρι; )

26 Οκτωβρίου 2007

Τίποτ' άλλο...

Δεν ζητάω τίποτ’ άλλο…
Μόνο δώσ’ μου ένα φιλί
και τον ρόλο του τρελού,
σ’ ένα θέατρο πολέμου, για να παίζω.
Τίποτ’ άλλο…

Μουντίλα..!

Τώρα, μουντός που είν’ ο καιρός
και που δεν λέει να φύγει η νύχτα,
βαθειά κοιμούνται: και ο Θεός
και η…εξ ουρανού βοήθεια!…

ΠΟΛΥΧΡΩΜΑ ΟΝΕΙΡΑ

Είναι η μέρα καυτή
Κι η νύχτα κρύα πολύ
Πού να διαλέξω να ζήσω…
Κίτρινοι, μαύροι, λευκοί
Και μια σταγόνα σοφή
Σε ποιόν απ’ όλους ν’ αφήσω…

Όλοι, δυνάστες, μαζί
Με μια γερή μηχανή
Κόβουν τον κόσμο στη μέση
Κι αναρωτιέμαι κι εγώ
Το πιο μεγάλο κακό
Σε ποιο κομμάτι θα πέσει…

( Γαλάζια και κόκκινα
Και γκρίζα και πράσινα
Πολύχρωμα όνειρα
Μαυρόασπρα βάσανα… )

Γέμισε ανέμους η γη
Χιόνια, λιοπύρια, βροχή
Και πικραμένες πατρίδες
Που τις γεμίζουν λαοί
Θύματα λίγο ή πολύ
Στων αρχηγών τις παρτίδες…

Νύχτα και μέρα η ζωή
Γράφει τραγούδια κι αυτή
Μ’ όποιον σκοπό τη βολεύει…
Σήμερα εσέν’ αγαπά
Κι αύριο σε ξεπουλά
Κι άλλη αγάπη γυρεύει…

( Γαλάζια και κόκκινα
Και γκρίζα και πράσινα
Πολύχρωμα όνειρα
Μαυρόασπρα βάσανα… )

25 Οκτωβρίου 2007

Λοιπόν, τώρα τί...

Λοιπόν, τώρα τί…
Πόσες φορές, το φεγγάρι, πρέπει να σε πνίξει
για να καταλάβεις πως δεν μπορείς να το καταπιείς ολόκληρο;
Πόσες φορές, ο ήλιος, πρέπει να σε κάψει
για να βεβαιωθείς πώς δεν μπορείς να τον κοιτάς κατάματα.
Και πόσο ακόμα η καρδιά σου πρέπει να ματώσει
για να πιστέψεις ότι το κέντρο του κόσμου
βρίσκεται, από ‘σένα, λίγο μακρύτερα;

Λοιπόν, τώρα τί…
Ο ουρανός που ήθελες άνοιξε.
Όμως τ’ αστέρια που σημάδευες δεν έπεσαν
-και, πάντως, όχι στην αγκαλιά σου.
Και πώς να έπεφταν άλλωστε
αφού, στο είπα, το κέντρο βαρύτητας
βρίσκεται, από ‘σένα, λίγο μακρύτερα…

Λοιπόν, τώρα τί…
Τί περιμένεις;

23 Οκτωβρίου 2007

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΑ ΝΕΑ...ΧΘΕΣΙΝΑ

Είναι και σήμερα τα νέα χθεσινά

κι αυτό που θέλουμε πολύ αργεί να γίνει..

Μόνο που, σήμερα, στον τοίχο με μπογιά

γράφει ότι κάποιος αγαπά κάποια Ειρήνη…

……………………………………………..

Είναι και σήμερα τα νέα χθεσινά.

Πόλεμοι, λάβαρα, λοιμοί, σεισμοί και πείνες

κι ο ήλιος, άρρωστος βαριά με ιλαρά,

ψάχνει στη δύση γιατρικά και βιταμίνες…

…………………………………………….

Είναι και σήμερα τα νέα χθεσινά…

Μέσ’ στα μηνίγγια μας σφυρίζουνε σειρήνες.

στα ναρκοπέδια οι μπάτσοι παγανιά

κι οι τρομοκράτορες σερβίρουν διοξίνες…

…………………………………………….

Είναι και σήμερα τα νέα χθεσινά

κι αυτό που θέλουμε πολύ αργεί να γίνει..

Μόνο που, σήμερα, στον τοίχο με μπογιά

γράφει ότι πάλι θα σκοτώσουν την Ειρήνη…