23 Δεκεμβρίου 2007

Εμπρός παιδιά...

Εμπρός παιδιά μου, μεγαλώσετε…
Γενήτε ιστορίες και τραγούδια…
Μικρά θεριά μου, αναστατώσετε
της γης τα κοιμισμένα αγγελούδια…

Θέλω να πω...

Θέλω να πω…
Της νύχτας να περιμένει
Του ήλιου να συνεχίσει να κρέμεται
Της φωτιάς να μη σβήσει
Και της βροχής να ακούγεται ροκ…

Θέλω να δω…
Τους αετούς να ερωτεύονται
Τους γύπες να ζευγαρώνουν
Τους θεούς να τρελαίνονται
Και τη ζωή να μην παίζεται μόνο σαν θρίλερ…

Απόψε βρέχει μοναξιά...

Απόψε η νύχτα είναι βαριά
κι η κουρασμένη μου καρδιά
θα ‘θελε να ‘ταν αγκαλιά με τη δική σου…

Μα βρέχει απόψε μοναξιά
που με χτυπά σταλιά-σταλιά
και με πονά με κάθε ανάμνηση δική σου…

Θα έρθει...

Θα έρθει απόψε σαν υπέροχη νότα…
Θα ‘ρθει να χτυπήσει της ζωής σου την πόρτα…
Θα μείνει κοντά σου,
δώρο της μοίρας – φαντάσου!
Κομμάτι ευτυχίας
που δεν πίστευε να νοιώσει η καρδιά σου…

Θα έρθει περνώντας απ’ τον τάφο ενός φίλου.
Στα μάτια κρατώντας κάποια δύση του ήλιου…
Θα σβήσει τον πόνο,
θα σταματήσει τον χρόνο
και η αίσθηση των ήχων
κάτι χτύπους της καρδιάς θ’ ακούει μόνο…

Θα ‘ρθει σαν οπτασία με λουλούδινο χρώμα…
Σαν ζωής υποψία που δεν βλάστησε ακόμα…
Πως θα ‘ναι, φαντάσου,
στην άδεια αγκαλιά σου
κομμάτι ευτυχίας
που δεν πίστευε να νοιώσει η καρδιά σου..

Και θ’ ανθίζουνε λουλούδια
και θ’ ακούγονται τραγούδια
που έλεγες ότι πεθάναν πια…
Και θα φτάνεις με τα χέρια
τ’ ουρανού όλα τ’ αστέρια
που έλεγες πως έχουν σβήσει πια…
Κι αργότερα τις νύχτες
θα τραγουδάμε στίχους
σαν ποιητές που αναστήθηκαν…
Και θα γεμίζουμε τους ήχους
με τις μνήμες όσων αγαπήθηκαν…

Σας θυμάμαι...

Σας θυμάμαι σαν φωνές αναρχικών
που ταράξανε της χούντας τον αέρα…
Και σαν μνήμες σκοτωμένων ποιητών
που τις πλάκωνε η σκλαβιά και η φοβέρα...

Ζωντανές αναμνήσεις...

Και θυμάμαι, θυμάμαι, θυμάμαι
κάτι όμορφα βράδια
που το φως των ματιών σου ντυνόταν
με σπάνια πετράδια…
Και θυμάμαι, στη ρέμβη της νύχτας,
μια ιστορία που είπε ο αρτίστας
κι ήρθε τόσο κοντά στην ψυχή μου
λες κι ήταν δική μου…

Και γυρίζω και πάλι γυρίζω
τη ρόδα του χρόνου…
Και θυμάμαι φωνές ευτυχίας
και δάκρυα πόνου,
ασημένιες γλυκές φεγγαράδες,
λίγους στίχους σε κάποιες αράδες
κι όσα όνειρα είχα να ζήσω
προτού σε γνωρίσω…

Και, θυμάμαι, παγώναν οι ώρες
σαν φεύγαν τα τραίνα…
Τα μαντήλια κουνούσαν με πόνο
για σένα ή για μένα…
Ο Απρίλης πνιγμένος στον κήπο,
το ρολόι σπασμένο στον τοίχο
κι ήταν ώρα ο χρόνος ν’ αρχίζει
να ξαναγυρίζει…

Θα σου λέω ιστορίες, θα δεις…
Αναμνήσεις του χθες, της ζωής μας…
Ζωντανές αναμνήσεις θα δεις
μέχρι να κοιμηθείς
…μέχρι να κοιμηθείς…

Το κτήνος!..

Κάποτε που τον ρώτησαν
αν θα μπορούσε να σκοτώσει,
εκείνος σκέφτηκε και είπε, ναι…
Το κτήνος!..
……………………………
Από τότε τον σκότωναν,
κάθε μέρα από λίγο,
οι ιεραπόστολοι κι οι πόρνες,
οι ήρωες και οι φυλλάδες,
οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα
- κυρίως οι τηλεοράσεις
και τα ραδιόφωνα τον σκότωναν,
επιμένοντας να τον πείσουν ότι ζει
σε μια νέα τάξη πραγμάτων…
Να δεις όμως που αυτός δεν πέθαινε.
Μόνο κουνούσε τα σκέλη του
και “ασελγούσε” ασύστολα
πάνω σε μια θάλασσα
καλοκουρδισμένες μαριονέτες
και διατεταγμένους τελματοφύλακες.
Συνέχιζαν βέβαια να τον σκοτώνουν
μα αυτός δεν πέθαινε…
Μέχρι που, κάπου εκεί,
ανάμεσα στο ζεστό σπέρμα
και τα λασπωμένα του ύφαλα,
βρέθηκε μια σανίδα
που έγραφε: “συμβατικότητα”.
Αρπάχτηκε, θαρρώντας πως έτσι
θα ξεγελάσει τις ρουφήχτρες
που τον τραβούσανε λαίμαργα.
Και τα κατάφερνε, για κάμποσο.
Ώσπου, επάνω σε έναν λόφο,
αντίκρισε το είδωλό του σταυρωμένο.
Και αφού πρώτα απόρησε,
μετά γοητεύτηκε.
Κι ύστερα ούρλιαξε…
Ούρλιαξε αγαπώντας το - το κτήνος !
Πολύ.
Θανάσιμα!..

Θα σε γνωρίσω...

Θα σε γνωρίσω από το στόμα
Που θα ‘ναι κόκκινο σαν του φιλιού το χρώμα.
Θα σε κρατήσω εδώ, μαζί μου,
Σε βρήκα παίζοντας χαρτιά με τη ζωή μου…

Είσαι εκείνη που ζητούσε
Η καρδιά μου όλο το βράδυ.
Είσαι εκείνη που μπορούσε
Να με σώσει με ένα χάδι…
Η μορφή σου είν’ εκείνη
Που κι ο θάνατος ακόμα
Δεν τολμά να τη μολύνει,
Δεν τη σκέπασε με χώμα..

Εδώ κι οι διό μας, μετά από χρόνια
Σαν διαβατάρικα πουλιά, σαν χελιδόνια…
Και η καρδιά μας είναι άνω – κάτω
Και το ποτήρι της ζωής μισογεμάτο…

Το μικρό δωματιάκι
Κάνει ότι δεν μας ξέρει.
Είναι ερείπιο λιγάκι,
Είμαστε κι εμείς πιο γέροι…
Μα οι στιγμές που είχαμε ζήσει
Ήταν ίδιες όπως τώρα
Λες και δεν έχει περάσει
Παρά μόνο λίγη ώρα…

Θα σε γνωρίσω από το στόμα
Που θα ‘ναι κόκκινο σαν του φιλιού το χρώμα.
Θα σε κρατήσω εδώ, μαζί μου,
Σε βρήκα παίζοντας χαρτιά με τη ζωή μου…

Άγχος, πλήξη και θάνατος...

Βλέποντάς σε να περπατάς
μαζί με τη θλιβερή ανθρωπομάζα,
σε νοιώθω αδιάντροπο, ατιμασμένο,
αιχμαλωτισμένο, αποκτηνωμένο, κυνικό.
Και, ακόμη, ακόρεστο από το πάθος
που σου υπαγορεύει ο ατελείωτος χορός
των βασικών σου ενστίκτων.
…………………………………
Είσαι ο απρόσωπος αυριανός.
Το Νο.: “Α 666 666 / 00-00-00”,
μιας αγέλης – κοινωνίας θηλαστικών
με δείκτη νοημοσύνης μετρήσιμο
σε ώρα μηδέν…

Γεύση από σταφύλι...

Γεύση από σταφύλι
γέμισε το στόμα…
Ήμασταν παιδιά, μα το θυμάμαι ακόμα…
Γεύση από σταφύλι,
ρόγες ευτυχίας
μες στην ομορφιά μιας δυνατής φιλίας…

Γεύση από σταφύλι
μες στον αχυρώνα
που είχαμε κλειδώσει τον βαρύ χειμώνα…
Γεύση από σταφύλι
κάτω απ’ το μπαλκόνι
που ήρθε να φωλιάσει ένα χελιδόνι…

Γεύση από σταφύλι,
όνειρο στα χείλη,
θέλει να μου στείλει
μια παλιά μου φίλη…
Γεύση από σταφύλι
κι έρωτα του Μάη…
Θεέ μου μ’ αγαπάει!
…Θεέ μου μ’ αγαπάει…