21 Νοεμβρίου 2007

Ο Φυλαχτός

Ο Φυλαχτός είναι χαζός
Μα του έχει μείνει λίγη γνώση να μετράει
Ποιούς σημαδεύει ο Θεός
Στον συρφετό της αγοράς που τριγυρνάει…

Κι έχει μια μάνα ο Φυλαχτός
Που την βιάσαν’ κι από τότε δεν μιλάει…
Μα είναι “ενδόξου”, λέει, πατρός
Κι ο κόσμος γύρω του ας τον δείχνει κι ας γελάει…

Ο Φυλαχτός είναι χαζός
Μα του έχει μείνει λίγη γνώση να μετράει
Πόσο είναι ο λογαριασμός
Στον συρφετό της αγοράς που τριγυρνάει…

Κι έχει μια μάνα ο Φυλαχτός
Που είναι μουγκή μα, αραιά και που, σοφά μιλάει
Και λέει: ευτυχώς που είναι χαζός,
Γιατί ο χαζός με τη μιζέρια του πουλάει…

Ο Άγιος Μεσάζων...

Τον είδα…
Τον θυμάμαι που χίμηξε να μας τρελάνει…
Σαν αερικό ήτανε…
Σαν φούρνος του Χότζα, όθε τον άνεμο βολεύονταν…
Και ξεγελούσε
σαν μαυραγορίτης που κλέβει στο ζύγι.
Κι αφόριζε και κλώτσαγε και φώναζε…

Επάνω του φορούσε ράσα και μανιτάρια από καπνό
Κι οι δρασκελιές του φλέγονταν
Κάθε που συναντούσε φιγούρες ανθρώπων που έλιωναν…

Στον ώμο κουβαλούσε τον νόμο του
Που ήτανε δίκαιος όσο κι η καραμπίνα ενός κυνηγού
Και κάτω απ’ τις πατούχες του
Είχε καρφώσει τους πόνους μας,
Τους όποιους τους δικούς μας
Και τους δικούς σας,
Κι αγόραζε, λέει, μ’ αυτούς
Την εύνοια του θεού μας…

Είχε πλαστή ταυτότητα,
με γνήσια όμως σφραγίσματα
Και κάμποσους εχθρούς – πολλούς εχθρούς.

Είχε και κάτι μπράβους που τους έλεγε ήρωες,
εθελοντές ή πληρωμένους
-δεν έχει σημασία, ήρωες ήτανε.
Και πολεμούσαν αυτοί γι αυτόν
Εις το όνομα του ψηλού
Και του κοντού
Και του αγίου μεσάζοντος.

Και δεν είναι παράξενο,
Που μέσ’ στο χάλι αυτό
Μάλλον μπερδεύτηκε ο θεός
Και δεν τον διαολόστειλε…

Μα την αλήθεια,
Καθόλου παράξενο δεν μου φάνηκε….

Κάγκελα...


Απ’ το παράθυρο του κόσμου το ανοιγμένο
το ξεβαμμένο, το λερωμένο,
βλέπω τις στέγες των σπιτιών μας τις καημένες
δυστυχισμένες και ρημαγμένες .

Βλέπω τους κήπους με αγωνία φυτεμένους
και γύρω-γύρω περιφραγμένους
και τους ανθρώπους μεσ’ στους δρόμους ζαρωμένους
σκυφτούς, κλαμένους, μαρμαρωμένους..

Βλέπω και κάτι κάγκελα τριγύρω εδώ
που μας κυκλώνουν μουλωχτά από λίγο
Και θύμισε μου απόψε να ονειρευτώ
πώς θα μπορέσω κάποτε κρυφά να φύγω…
……………………………………………………
Από ένα βλέφαρο του κόσμου κουρασμένο
και νυσταγμένο και λυπημένο
βλέπω ένα δάκρυ που ετοιμάζεται να φύγει
και την ψυχή μου λυγμός την πνίγει…

Βλέπω τους κήπους με λαχτάρες φυτεμένους
και λίγο-λίγο λουλουδισμένους
Πρώην κοσμοκράτορες στους φράχτες πεταμένους
μουγκούς, βλαμμένους, ταπεινωμένους..

Βλέπω το κάγκελο τριγύρω μας το αγκυλωτό
αργά να μεταλλάσσεται κι αυτό σε κρίνο
Κι όταν νυχτώσει θύμισέ μου να σκεφτώ
πώς θα σας πείσω όλους σας, εδώ να μείνω…

Θεομηνίες...

Σκουπίδια, υπόνομοι, συγκοινωνίες,
τηλεγραφόξυλα, ντε-λουξ κηδείες,
δόξες, παράσημα και νοσταλγίες
κι ανησυχίες…

Σαββατοκύριακα μες στις πρεσβείες
με όπλα αυτόματα και πανοπλίες,
φριχτά συμβούλια και συμφωνίες-
παραφωνίες …

Κρουαζιερόπλοια και ανταρσίες
κι ανθρωποθάλασσες και ναυμαχίες
και μεροκάματα και απεργίες
κι υπερωρίες…

Αρχαία ερείπια στις πολιτείες
και φίλοι, σύμμαχοι και αποικίες
κι αεροδρόμια και πειρατείες
κι αποστασίες…

Νότες παράφωνες στις συναυλίες,
πράκτορες, έρευνες, δωροδοκίες,
στραβοπατήματα και δυναστείες
με αδυναμίες….

Και αναγνώσματα με ιστορίες
κι εμπορικότατες φτηνές σοφίες,
ξενύχτια, έρωτες, εφημερίες
κι αμφιβολίες…
………………………………………

Κι ο κόσμος τρέφεται με θεωρίες
στων εξατμίσεων τις ευωδίες…
Κι από το Μέξικο ως τις Ινδίες
θεομηνίες…θεομηνίες….

Η ώρα τρεις...

Η ώρα τρεις και βρέχει
και ο κόσμος τρέχει
μ’ ανοιχτές ομπρέλες
κυνηγώντας τρέλες…

Και συχνά γλιστράει
και παραπατάει
μα μυαλό ποιος έχει
η ώρα τρεις που βρέχει…

Εν βρασμώ ψυχής...

“Εν βρασμώ ψυχής” γεννηθήκαμε,
προϊόντα τριβής,
σαν τους κόκκους της άμμου…
“Εν βρασμώ ψυχής” στοιβαχτήκαμε
στην ταράτσα της Γης,
ο ένας πάνω στον άλλο…

Σαν φάντασμα...

Απόψε, σαν το φάντασμα,
ήρθε η μορφή σου πάλι.
Σαν μέσα από ένα χάλασμα
να βγήκε, της καρδιάς.

Κι εγώ τόλμησα, στ’ όνειρο,
να σ’ αγκαλιάσω πάλι
μα, το φιλί μου, στο άπειρο
χάθηκε μονομιάς…

Από μια άλλη απόσταση...

Ένας ακριβοθώρητος θεός μας τυραννούσε…
Κι ήτανε χάλια η γη και μαύρη η θάλασσα
κι αδιάκοπα στη νύχτα ασελγούσε
ένας αλήτης εραστής,
στ’ ανάσκελα της λυσσασμένης φουρτούνας…

Ήταν κι ο τάφος μας παράξενα μουγκός.
Ρηχός κι ο ουρανός δεν μας χωρούσε.
Κι ήταν ο ίσκιος μας πικρός και σκοτεινός και φλογερός
και ο κακός μας ο καιρός
μες’ στην αλμύρα μας πετούσε..

Μέσα στην τρύπα ήταν αδύνατον ν’ αντέξουμε
χωρίς λιγάκι μπύρα
ή λίγη σούπα των τρελλών.
Κι ήταν αδύνατον ν’ ανοίξουμε
στη νύχτα παραθύρια
μήπως ταράξουμε την σκέψη των σοφών…

Μία κατάρα και μια ευχή μας τυραννούσαν:
Να ξαναλέμε απ’ την αρχή,
μέχρι να γίνουμε ξεφτέρια,
την ιστορία την πικρή, την χθεσινή, την βαρετή…

Κι όταν το σάλιο εξατμιστεί
να κυνηγάμε πεφταστέρια
μ’ ευχοκατάρες σαν εχθροί,
ώσπου να βγουν καινούργια’ ασκέρια
απ’ το υπόγειο κελί
όπου φυλούν σκοπιά σαν σκύλοι οι ανθρωποφύλακες,
πιστοί στην ιστορία την πικρή, την χθεσινή, την βαρετή….

Κι ήταν τα χέρια μας πολύχρωμα, ζεστά,
στο αίμα και στη λάσπη δουλεμένα.
Κι ήταν τα γέλια μας χλωμά
σαν γιορτινά του θανατά.
Κι είχαν τα δόντια μας βρωμιά
σαν μπουχτισμένα χτένια…

Από τα δέντρα δεν μπορούσαμε να κόψουμε
τα νόστιμα καλούδια
πριν απ’ τα σμήνη των πουλιών
κι ήταν αδύνατον να δρέψουμε
τα όμορφα λουλούδια
που έγιναν μάταια στολίδια των νεκρών…

Κι ήταν, καιρό, αμίλητος ο μάντης ο τραυλός
κι όλοι οι Δελφοί τον τρέμανε που αργούσε να μιλήσει,
μην πει σκλάβο τον ‘λεύτερο, ο μάντης ο τρελός,
μην πει το σύστημα σαθρό, και μη το βλαστημήσει…

Όμως, στο τέλος, ήρθε φως από μιαν άλλη απόσταση….
Κι ένας απρόσμενος θεός μας λειτουργούσε…
Κι ήτανε, λέει, χάρμα η γη και λάδι η θάλασσα
κι ανάμεσα στους άγιους ξεψυχούσε
κι ο πιο καλός τους μαθητής:
το λίγωμα της τελευταίας λαμπάδας….