13 Ιανουαρίου 2008

Ναυάγιο...

Σαν καράβι, συχνά, η ζωή μας
ταξιδεύοντας για το νησί μας
συναντάει φουρτούνα κι αέρα
και χτυπάει επάνω σε ξέρα…

Μα η γοργόνα που αναστενάζει
πάντα το άλλο ναυάγιο κοιτάζει:
Την καρδιά, βουλιαγμένη μακριά μας,
ναυαγό απ’ τη λειψή ανθρωπιά μας…

Αυτόχειρας...

Προσπάθησε ν’ απεμπλακεί ο μάγος ο μικρός
με κάποιους τρόπους που άλλοτε είχαν επιτυχία.
Μα ετούτη εδώ τη θύελλα ακολούθαγε χαμός
και δεν υπήρχε γύρω του σανίδα σωτηρία…

Νεραϊδοπάρματα...




Νεραϊδοπάρματα να σε μεθούν,
βγαίνοντας μέσα απ’ τις κρυφές παγίδες,
πάνω στους δρόμους για τις Ατλαντίδες
που όλα τα σύμπαντα συνωμοτούν…

Κι απέ τα χείλη να σου τραγουδούν
και μέσ’ στον ήχο τους να είναι ελπίδες
και κλάμα κι όνειρα και καταιγίδες
και φόβοι κι έρωτες να σου λαλούν…

Και τί δεν έχει να μας πει...

Η σκαλωσιά ενός μπετατζή
που έκανε τάφο το γιαπί,
άμα της δίνανε φωνή
και τι δεν θα ‘χε να μας πει…

Κι η άγια η έδρα η ακριβή,
που τη κουκούλωσε η ντροπή,
άμα της λέγαν’ να γδυθεί
και τι δεν θα ‘χε να μας πει…

………………………………

Η μολυβιά η αναρχική
που αντιγραφούσε τη ζωή
πριν μεγαλώσουμε πολύ
να ‘χε κι αυτή κάτι να πει…

σαν την αλήθεια τη μουρλή,
μυξοκλαμένη , αναιμική,
που αν την αφήναμε να βγει
και τι δεν θα ‘χε να μας πει…
ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ‘ΧΕ ΣΚΟΤΩΘΕΙ…

Υ.Γ:
……………………………..
Κι η νεκροφόρα η “γιώτα-χι”
παρκαρισμένη μια ζωή,
όσο η βενζίνη είναι ακριβή,
κι αυτή έχει κάτι να σου πει:
Αν η βενζίνη ήταν φτηνή
ΚΑΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΘΑ ‘ΧΑΝ ΣΚΟΤΩΘΕΙ…

Κάτι φιλίες, στο παρελθόν...

Είχαμε κάνει
κάτι φιλίες
στο παρελθόν,
με τα πετούμενα
και με τα σύννεφα
και με τ’ αστέρια…

Όμως, καρδιά μου,
τώρα τα μάτια
μεσ’ στο μπετόν
διπλοκλειδώνονται
μαζί με ασήκωτα
πόδια και χέρια..

Έτσι...

Έτσι απλά, σιγανά, ταπεινά.
Έτσι ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά μας,
απ’ τα χρόνια…

Θέλει...?

Η αγάπη θέλει να ‘ναι εμείς
που δεν μας χώρισε κανείς
μες’ στους κυκλώνες της ζωής
η αγάπη θέλει να ‘ναι εμείς…

Είναι...

Είναι η φωτιά όταν η ανάσα μου κρυώνει.
Είναι η δροσιά όταν το στόμα μου διψά,
Είναι το φως του αστεριού που με ζυγώνει
κι ό,τι πιο όμορφο στα μάτια με κοιτά…

Είναι το αντίβαρο της ζήσης που με αγχώνει.
Είναι το πλάσμα της οθόνης τ’ ουρανού.
Είναι η γλύκα Κυριακής που ξημερώνει
στο εκκλησάκι του μικρότερου θεού…