28 Νοεμβρίου 2007

Μίντια-Μεσάνυχτα...

Ήτανε δυνατός ο άνεμος στο ηλιόγερμα
κι ότι τραγούδησα χάθηκε
πνίγοντας τον αχό του
στις απέναντι ράχες…

Επειδή πούλαγαν ακριβά την διανόηση οι απόστολοι,
έφτιαξα εν’ αχταρμά από ευχές και πραμάτειες…
Κι αφού σοφός δεν βρέθηκε για να με πιστέψει,
δεν βρέθηκε ούτε ένας τρελός για να με πολεμήσει .
Έτσι, αξιώθηκα κι εγώ
να μπω στα...μίντια-μεσάνυχτα.

Αμυδρά θυμάμαι πως, τα πρωινά,
ο ίσκιος μου ήτανε καλός.
Τα μεσημέρια, ήτανε στραβός
και τα απογεύματα ανάποδος.
Πολύ ανάποδος ήτανε τ’ απογεύματα
και δεν τον άντεχα, ώσπου τον έδιωξα.
-ερχόταν νύχτα, θυμάμαι,
κι ανάγκη δεν τον είχα πια, τον ίσκιο μου-

Κι έπεσε η νύχτα…
Πάει ώρα πια που κούρνιασαν τα πιο ανήσυχα πουλιά.
Πάει ώρα πια που έσβησε κι ο τελευταίος ήλιος.
Και η καμπανιά του εσπερινού πάει καιρός που δεν μιλά.
Πάει ώρα πια που νύσταξε κι ο τελευταίος φίλος…

Και σας φιλώ…
Σας χαιρετώ…
Γιατί σοφός δεν βρέθηκε που να με πιστέψει,
δεν βρέθηκε ούτε ένας τρελός για να με πολεμήσει…
Έτσι αξιώθηκα κι εγώ
να μπω στα...μίντια-μεσάνυχτα…

Σαρανταεξάστροφο Αποτύπωμα Θορύβου Ψυχής...


Πιστεύω στον δεσμώτη των θεών
Στον δούλο άνω-θρώσκοντα που λιώνει
Στα λόγια των μεγάλων αδελφών
Στην τρύπα του ουρανού που μεγαλώνει…

Πιστεύω στα σημάδια των καιρών
Στα λοίσθια που πνέει η μηχανή σου
Στο ξύπνημα των όποιων ζωντανών
Στην αύρα της αγίας Αναβύσσου...

Πιστεύω στο παιχνίδι της ζωής
Στα όνειρα αποκοιμισμένων φίλων
Στο σπλάχνο της γλυκιάς ανατολής
Στο δάγκωμα απαγορευμένων μήλων...

Πιστεύω στην ανάγκη της φυγής
Στο ύψος που πετάει ο διπλανός μου
Στο αίμα σαν σταγόνα της ψυχής
Στον όλεθρο που εξάγγειλε ο θεός μου...

Πιστεύω στην οργή των θαλασσών
Στον πόλεμο της γης με τον αέρα
Στα νύχια πετεινών αρπαχτικών
Στο μπόλιασμα της φρίκης με φοβέρα...

Πιστεύω στις σταγόνες της βροχής
Στο σώμα από τη δίψα αγριεμένο
Στα φρούτα της καινούργιας εποχής
Στο χώμα το στεγνό και το βρεγμένο...

Πιστεύω στο παιχνίδι των ματιών
Στο υγρό γλυκό λαχάνιασμα της γλώσσας
Στον φόβο μου, το νέκταρ των δειλών
Στον πόνο τον δικό μου, τον δικό σας...

Πιστεύω στη βοή των μελισσιών
Στα βράχνα βογκητά της συνουσίας
Στο κλάμα και στο γέλιο των φιδιών
Στις ύπουλες αυλές της εξουσίας...

Πιστεύω στα τραγούδια των τρελών
Στα ίχνη των αρχαίων μας στον δρόμο
Στα στρόγγυλα βυζιά των μαγισσών
Στον μύθο για τον τέλειό μας νόμο...

Πιστεύω στο λουλούδι -πως ανθεί
Στο τζάμι του καθρέφτη -πως θαμπώνει
Στο κάθε ορφανό -ότι πενθεί
Στο φως των αστεριών -γιατί νυχτώνει...

Πιστεύω στις ορμές των κοριτσιών
Στο ξάφνιασμα της ήβης των εφήβων
Στους έρωτες αντρών και γυναικών
Στον κόσμο της σιωπής και των θορύβων...

Πιστεύω στην αλήθεια -τη γυμνή
Στο ψέμα -το ελάχιστα ντυμένο
Στη φύση τη μανούλα την αγνή
Στο τέρας που βρυχάται πληγωμένο...

Πιστεύω στους κατάθλιπτους βοσκούς
Στα λείψανα προβάτου που εσφάχθη
Στους οσιολογιότατους ασκούς
Στα άπειρά μας χρόνια και στα λάθη...

Πιστεύω στους καπνούς και τις φωτιές
Στα όνειρα της γης που μαραζώνει
Στα ξόμπλια, στις κατάρες, στις ευχές
Σ’ αυτούς που βγάζουν λόγο απ’ το μπαλκόνι...

Πιστεύω στο καμάρι των εθνών
Στο λάβαρο που ορέχτηκε ο αέρας
Στα χέρια τυμβωρύχων ελε(γ)εινών
Στη χάρη της αγίας Φαλκονέρας....

Πιστεύω στο μυαλό όταν πάει αλλού
Στο πείραμα μετάλλαξης του μαύρου
Στο βύθισμα της άκρης του γιαλού
Στο πιο μεγάλο αυγό -του δεινοσαύρου...

Πιστεύω στη σιωπή των κατσικιών
Στους λύκους και στις κόκκινες σκουφίτσες
Στη φούσκα των μεγάλων αξιών
Στον πόθο σταυρωμένο -με καρφίτσες....

Πιστεύω στην ψυχή των λουλουδιών
Στον κάθε πηγεμό για την Ιθάκη
Στο φως που ακούν τα μάτια των τυφλών
Στο ράδιο-φονικό μας Ναγκασάκι...

Πιστεύω στα ταξίδια των ιών
Στα όποια διαδίκτυα εμπόρων
Στις θάλασσες αθλίων ξαπλωτών
Στα ράθυμα φυλάκια συνόρων…

Πιστεύω στις ανάποδες στροφές
Στη βία της οργής που ξεθυμαίνει
Στις πύρινες ηφαίστειες γιορτές
Στη λάβα των κρατήρων που ανεβαίνει…

Πιστεύω στους βοστρύχους των μουσών
Στο χνούδινο χορτάριασμα των τάφων
Στα λόγια του μαντείου των Βακχών
Στις λόγχες ποιητών και μονομάχων…

Πιστεύω στην ψυχή των αριθμών
Στο ψάξιμο -αυτό που δεν τελειώνει
Στη σχάση των πυρήνων -των σπυριών
Στο άρμεγμα -το άγριο που ματώνει…

Πιστεύω στις βουτιές των αετών
Στην τύφλα της ματιάς των νυχτερίδων
Στα θύματα -τους θύτες των θυτών
Στο μέλλον των μεγάλων -κατσαρίδων…

Πιστεύω στο: “ποτέ μη λες ποτέ”
Στο: “ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος”
Στης ίριδας τον διάφανο λεκέ
Σ’ αυτούς που με χτυπάνε -κατά λάθος…

Πιστεύω στη ζωντάνια της αρχής
Στον ίδρο και τον κάματο του τέλους
Στις ρίζες της παγκόσμιας φυλής
Σε ανάκατους: καλούς, κακούς και ξένους…

Πιστεύω στη διαύγεια του νου
Στο κάθε ξωτικό που την τονώνει
Στο χέρι μου στον ώμο του αλλουνού
Στη φούχτα που πισώπλατα σκοτώνει…

Πιστεύω στα οράματα παιχτών
Στον ύπνο της ωραίας ειμαρμένης
Στους ήχους απ’ τα ζάρια των ψυχών
Στο εντός της σαρκοφάγου που πεθαίνεις…

Πιστεύω στο τροπάριο της αυγής
Στον τύπο “ντι-εν-έϊ” που μας ορίζει
Στο έλεος των πόθων της ζωής
Στην κάθε αμαρτία που ζαλίζει…

Πιστεύω στους μικρούς ωκεανούς
Στον κόρφο της μεσόγειας λεκάνης
Στο άρωμα της σάρκας -στους γλουτούς
Στους έρωτες που βρίσκεις και που χάνεις…

Πιστεύω στο τικ-τακ των ρολογιών
Στην έντονη αποτύπωση του χρόνου
Στο μέλλον στο παρόν στο παρελθόν
Στα βάρη που φορτώθηκα επ’ ώμου…

Πιστεύω στα σταφύλια της οργής
Στα αιμάτινα βατόμουρα του πάθους
Στα κόκκινα κεράσια της ντροπής
Στα άλματα -του ύψους ή του βάθους…

Πιστεύω στις γραμμές των παλαμών
Στα χέρια που εικονίζουνε τη μοίρα
Στα τέκνα των κατώτερων θεών
Στη φλόγα που με πήρε -και την πήρα…

Πιστεύω στα δωράκια που κρατείς
Στα όποια αναγνώσματα μου δίνεις
Στον φόβο σου όταν νοιώθεις πως αργείς
Στον πόνο όταν τον ήλιο καταπίνεις…

Πιστεύω στα μυθεύματα που λες
Στην άκρη κάθε μέρας που τελειώνει
Στον σκύλο που θα γλείψει τις πληγές
Στον κόρφο της ψυχής που ξημερώνει…

Πιστεύω στα κουτάκια που έχω βρει
Στην κρύπτη που βολεύω τα όνειρά μου
Στη σπίθα που με καίει κάθε στιγμή
Στο βλέμμα που τραντάζει την καρδιά μου…

Πιστεύω στη φωνή -όταν τραγουδά
Στο δρόμο -όταν μας πάει και μας φέρνει
Στην ξύλινή μας γλώσσα -όταν σιωπά
Στο γκρίζο μας κεφάλι -όταν γέρνει…

Πιστεύω στ’ άστρα που έγιναν χλωμά
Στη θέα της μεγάλης μας απάτης
Στα πόδια του βωμού του Μαμωνά
Στο ατέλειωτο ξεχείλισμα της στάχτης…

Πιστεύω στις ρυτίδες -του καιρού
Στα πιο βαθιά σημάδια -απαραιτήτως
Στο απέραντο βασίλειο -του νεκρού
Στον φίλο -που προδίδω ανεπαισθήτως…

Πιστεύω σε ότι λάμπει απατηλά
Στον ενθουσιασμό της παρθενίας
Στην πρώτη και την έσχατη σπηλιά
Στα σκέλη της μεγάλης κοινωνίας…

Πιστεύω στις συμπτώσεις της ζωής
Στους κύκλους των μικρών μας αεροπλάνων
Στο κλάμα και στο γέλιο της στιγμής
Στο βάσανο των όποιων μας τυράννων…

Πιστεύω στο ότι θες να βαφτιστείς
Στη θέρμη της καρδιάς -των αγαλμάτων
Στην ψύχρα της μεγάλης λογικής
Στον πλούτο του φωτός και των χρωμάτων…

Πιστεύω στην οργή των κεραυνών
Στον τρόμο από το ξάφνιασμα των κρότων
Στις νύχτες ηδονής των στρατηγών
Στο πάθος των μεγάλων μας ερώτων…

Πιστεύω, από πριν, στο πιο μετά
Στην κάθε νέα τάξη των πραγμάτων
Στο ρίγος της καμπάνας που χτυπά
Στο μέλλον του λαού -των ασωμάτων…

Πιστεύω στα παιδιά του μεθυσιού
Στα αρώματα του κήπου των θαυμάτων
Στην έκρηξη θυμού του ποταμιού
Στο σθένος των δικών μου αναχωμάτων…

Πιστεύω και στον ζόφο και στο φως
Και στο άγχος όταν πέφτει ένα αστέρι
Και σε ότι με γερνάει ανελλιπώς
Νυχθημερόν, χειμώνα – καλοκαίρι…

Μα πιο πολύ πιστεύω στο αλγεινό,
που μου έδωσαν, αντίδωρο: να λιώνω!
Τη μέρα κρεμασμένος στο κενό...
Τη νύχτα με φωτιά παρέα μόνο…




Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου...


Τι να μας κάνει ο καθρέφτης
αν ασχημίζουμε διαρκώς…
.............................................................
Είναι κι αυτός λιγάκι φταίχτης
μα είμαστε εμείς προπαντός…


27 Νοεμβρίου 2007

Στον σταθμό του μετρό

Στον σταθμό που κάνει στάση το μετρό

Η ζωή πουλάει αγκάθια και τουλίπες

Που αγοράζουνε με ύφος σοβαρό

Κι οι μικροί και οι μεγάλοι συμπολίτες..


Στο μπαλκόνι ένα τεράστιο πανό

Με το χρώμα του ν΄ αλλάζει κάθε τόσο

Κι από κάτω καφέ-μπαρ «Τριαλαλό»

Με πιοτά πολλά, χωρίς μεζέ ωστόσο…


Στον σταθμό που κάνει στάση το μετρό

Περιμένοντας να έλθει το θηρίο

Η διανόηση φλερτάρει ένα Προ-Πο

Μια και δεν της βγήκε πριν κάποιο λαχείο


Το ραδιάκι σ’ ενός μπάτσου τη στολή

Ακατάληπτες φοβέρες μεταδίνει

Κι ένας χούλιγκαν με κούρεμα γουλί

Κατουράει στις γραμμές και σου τη δίνει..


Στον σταθμό που κάνει στάση το μετρό

Στο σφυρί και η ζωή σαν ευκαιρία…

Πάρε φρέσκο κουλουράκι τραγανό.

Έλα κύριε καλέ, κι εσύ κυρία…


Κι ο μουγκός που μας πουλάει φυλαχτά

Μέσ’ στο πλήθος του σταθμού φιλοσοφώντας

Βλέπει ένα-ένα τρένο να περνά

Και του γνέφει στο καλό χαμογελώντας…


Στον σταθμό που περνά το μετρό

Απ’ την κίνηση σου έρχεται ζάλη…

Και πώς μοιάζ’ η ζωή με Προ-Πο!

Κάθε μέρα και μια έκπληξη άλλη…

Σιγά - σιγά

Σιγά-σιγά, μαζί με πήρες

εσύ, το χρώμα της αυγής,

βαθειά στις φωτεινές πλημμύρες,

κοντά στο νόημα της ζωής…

Όταν...σπάμε

Όταν σπάζει η καρδιά και ματώνει η αγάπη

με ντροπή κι ενοχή μας κοιτάζει ο θεός…

Γιατί βλέπει ότι δώρο μας έκανε κάτι

που να το έχει καλά ξέρει μόνο αυτός…

Μη...

Μη τραγουδάς λυπημένο τραγούδι

και μη δακρύζεις, μη κλαις άλλο πια.

Ας’ την ελπίδα να είναι λουλούδι,

μη τη σκοτώνεις ξανά…

Μη, γιατί απόψε γεννάνε οι σπάροι

στης Νυρεμβέργης την ακρογιαλιά

κι όλοι του κόσμου απεργούν οι φαντάροι

κι έχουν οι πόρνες δουλειά…

Μη, γιατί απόψε διαλέξαν’ οι γλάροι

ν’ αποδημήσουνε κάπου μακριά

κι είναι σβηστά τα ραντάρ και οι φάροι

για να περάσουν κρυφά…

Μη τραγουδάς λυπημένο τραγούδι

και μη δακρύζεις, μη κλαις άλλο πια

τώρα που γίνεται η Γη αγγελούδι

και προς το χάος τραβά…

21 Νοεμβρίου 2007

Ο Φυλαχτός

Ο Φυλαχτός είναι χαζός
Μα του έχει μείνει λίγη γνώση να μετράει
Ποιούς σημαδεύει ο Θεός
Στον συρφετό της αγοράς που τριγυρνάει…

Κι έχει μια μάνα ο Φυλαχτός
Που την βιάσαν’ κι από τότε δεν μιλάει…
Μα είναι “ενδόξου”, λέει, πατρός
Κι ο κόσμος γύρω του ας τον δείχνει κι ας γελάει…

Ο Φυλαχτός είναι χαζός
Μα του έχει μείνει λίγη γνώση να μετράει
Πόσο είναι ο λογαριασμός
Στον συρφετό της αγοράς που τριγυρνάει…

Κι έχει μια μάνα ο Φυλαχτός
Που είναι μουγκή μα, αραιά και που, σοφά μιλάει
Και λέει: ευτυχώς που είναι χαζός,
Γιατί ο χαζός με τη μιζέρια του πουλάει…

Ο Άγιος Μεσάζων...

Τον είδα…
Τον θυμάμαι που χίμηξε να μας τρελάνει…
Σαν αερικό ήτανε…
Σαν φούρνος του Χότζα, όθε τον άνεμο βολεύονταν…
Και ξεγελούσε
σαν μαυραγορίτης που κλέβει στο ζύγι.
Κι αφόριζε και κλώτσαγε και φώναζε…

Επάνω του φορούσε ράσα και μανιτάρια από καπνό
Κι οι δρασκελιές του φλέγονταν
Κάθε που συναντούσε φιγούρες ανθρώπων που έλιωναν…

Στον ώμο κουβαλούσε τον νόμο του
Που ήτανε δίκαιος όσο κι η καραμπίνα ενός κυνηγού
Και κάτω απ’ τις πατούχες του
Είχε καρφώσει τους πόνους μας,
Τους όποιους τους δικούς μας
Και τους δικούς σας,
Κι αγόραζε, λέει, μ’ αυτούς
Την εύνοια του θεού μας…

Είχε πλαστή ταυτότητα,
με γνήσια όμως σφραγίσματα
Και κάμποσους εχθρούς – πολλούς εχθρούς.

Είχε και κάτι μπράβους που τους έλεγε ήρωες,
εθελοντές ή πληρωμένους
-δεν έχει σημασία, ήρωες ήτανε.
Και πολεμούσαν αυτοί γι αυτόν
Εις το όνομα του ψηλού
Και του κοντού
Και του αγίου μεσάζοντος.

Και δεν είναι παράξενο,
Που μέσ’ στο χάλι αυτό
Μάλλον μπερδεύτηκε ο θεός
Και δεν τον διαολόστειλε…

Μα την αλήθεια,
Καθόλου παράξενο δεν μου φάνηκε….

Κάγκελα...


Απ’ το παράθυρο του κόσμου το ανοιγμένο
το ξεβαμμένο, το λερωμένο,
βλέπω τις στέγες των σπιτιών μας τις καημένες
δυστυχισμένες και ρημαγμένες .

Βλέπω τους κήπους με αγωνία φυτεμένους
και γύρω-γύρω περιφραγμένους
και τους ανθρώπους μεσ’ στους δρόμους ζαρωμένους
σκυφτούς, κλαμένους, μαρμαρωμένους..

Βλέπω και κάτι κάγκελα τριγύρω εδώ
που μας κυκλώνουν μουλωχτά από λίγο
Και θύμισε μου απόψε να ονειρευτώ
πώς θα μπορέσω κάποτε κρυφά να φύγω…
……………………………………………………
Από ένα βλέφαρο του κόσμου κουρασμένο
και νυσταγμένο και λυπημένο
βλέπω ένα δάκρυ που ετοιμάζεται να φύγει
και την ψυχή μου λυγμός την πνίγει…

Βλέπω τους κήπους με λαχτάρες φυτεμένους
και λίγο-λίγο λουλουδισμένους
Πρώην κοσμοκράτορες στους φράχτες πεταμένους
μουγκούς, βλαμμένους, ταπεινωμένους..

Βλέπω το κάγκελο τριγύρω μας το αγκυλωτό
αργά να μεταλλάσσεται κι αυτό σε κρίνο
Κι όταν νυχτώσει θύμισέ μου να σκεφτώ
πώς θα σας πείσω όλους σας, εδώ να μείνω…

Θεομηνίες...

Σκουπίδια, υπόνομοι, συγκοινωνίες,
τηλεγραφόξυλα, ντε-λουξ κηδείες,
δόξες, παράσημα και νοσταλγίες
κι ανησυχίες…

Σαββατοκύριακα μες στις πρεσβείες
με όπλα αυτόματα και πανοπλίες,
φριχτά συμβούλια και συμφωνίες-
παραφωνίες …

Κρουαζιερόπλοια και ανταρσίες
κι ανθρωποθάλασσες και ναυμαχίες
και μεροκάματα και απεργίες
κι υπερωρίες…

Αρχαία ερείπια στις πολιτείες
και φίλοι, σύμμαχοι και αποικίες
κι αεροδρόμια και πειρατείες
κι αποστασίες…

Νότες παράφωνες στις συναυλίες,
πράκτορες, έρευνες, δωροδοκίες,
στραβοπατήματα και δυναστείες
με αδυναμίες….

Και αναγνώσματα με ιστορίες
κι εμπορικότατες φτηνές σοφίες,
ξενύχτια, έρωτες, εφημερίες
κι αμφιβολίες…
………………………………………

Κι ο κόσμος τρέφεται με θεωρίες
στων εξατμίσεων τις ευωδίες…
Κι από το Μέξικο ως τις Ινδίες
θεομηνίες…θεομηνίες….

Η ώρα τρεις...

Η ώρα τρεις και βρέχει
και ο κόσμος τρέχει
μ’ ανοιχτές ομπρέλες
κυνηγώντας τρέλες…

Και συχνά γλιστράει
και παραπατάει
μα μυαλό ποιος έχει
η ώρα τρεις που βρέχει…

Εν βρασμώ ψυχής...

“Εν βρασμώ ψυχής” γεννηθήκαμε,
προϊόντα τριβής,
σαν τους κόκκους της άμμου…
“Εν βρασμώ ψυχής” στοιβαχτήκαμε
στην ταράτσα της Γης,
ο ένας πάνω στον άλλο…

Σαν φάντασμα...

Απόψε, σαν το φάντασμα,
ήρθε η μορφή σου πάλι.
Σαν μέσα από ένα χάλασμα
να βγήκε, της καρδιάς.

Κι εγώ τόλμησα, στ’ όνειρο,
να σ’ αγκαλιάσω πάλι
μα, το φιλί μου, στο άπειρο
χάθηκε μονομιάς…

Από μια άλλη απόσταση...

Ένας ακριβοθώρητος θεός μας τυραννούσε…
Κι ήτανε χάλια η γη και μαύρη η θάλασσα
κι αδιάκοπα στη νύχτα ασελγούσε
ένας αλήτης εραστής,
στ’ ανάσκελα της λυσσασμένης φουρτούνας…

Ήταν κι ο τάφος μας παράξενα μουγκός.
Ρηχός κι ο ουρανός δεν μας χωρούσε.
Κι ήταν ο ίσκιος μας πικρός και σκοτεινός και φλογερός
και ο κακός μας ο καιρός
μες’ στην αλμύρα μας πετούσε..

Μέσα στην τρύπα ήταν αδύνατον ν’ αντέξουμε
χωρίς λιγάκι μπύρα
ή λίγη σούπα των τρελλών.
Κι ήταν αδύνατον ν’ ανοίξουμε
στη νύχτα παραθύρια
μήπως ταράξουμε την σκέψη των σοφών…

Μία κατάρα και μια ευχή μας τυραννούσαν:
Να ξαναλέμε απ’ την αρχή,
μέχρι να γίνουμε ξεφτέρια,
την ιστορία την πικρή, την χθεσινή, την βαρετή…

Κι όταν το σάλιο εξατμιστεί
να κυνηγάμε πεφταστέρια
μ’ ευχοκατάρες σαν εχθροί,
ώσπου να βγουν καινούργια’ ασκέρια
απ’ το υπόγειο κελί
όπου φυλούν σκοπιά σαν σκύλοι οι ανθρωποφύλακες,
πιστοί στην ιστορία την πικρή, την χθεσινή, την βαρετή….

Κι ήταν τα χέρια μας πολύχρωμα, ζεστά,
στο αίμα και στη λάσπη δουλεμένα.
Κι ήταν τα γέλια μας χλωμά
σαν γιορτινά του θανατά.
Κι είχαν τα δόντια μας βρωμιά
σαν μπουχτισμένα χτένια…

Από τα δέντρα δεν μπορούσαμε να κόψουμε
τα νόστιμα καλούδια
πριν απ’ τα σμήνη των πουλιών
κι ήταν αδύνατον να δρέψουμε
τα όμορφα λουλούδια
που έγιναν μάταια στολίδια των νεκρών…

Κι ήταν, καιρό, αμίλητος ο μάντης ο τραυλός
κι όλοι οι Δελφοί τον τρέμανε που αργούσε να μιλήσει,
μην πει σκλάβο τον ‘λεύτερο, ο μάντης ο τρελός,
μην πει το σύστημα σαθρό, και μη το βλαστημήσει…

Όμως, στο τέλος, ήρθε φως από μιαν άλλη απόσταση….
Κι ένας απρόσμενος θεός μας λειτουργούσε…
Κι ήτανε, λέει, χάρμα η γη και λάδι η θάλασσα
κι ανάμεσα στους άγιους ξεψυχούσε
κι ο πιο καλός τους μαθητής:
το λίγωμα της τελευταίας λαμπάδας….

17 Νοεμβρίου 2007

Ουρανέ...

Άγρυπνο μάτι τ’ ουρανού,
κάνεις ότι κοιτάς αλλού
όταν οι εχθροί με κάνουν λιώμα.

Έρχονται, όμως, αερικές
νύμφες να γλείψουν τις πληγές,
γιατί η ζωή με θέλει ακόμα…

Μέσα Στην Ευρώπη...

Μέσα στην Ευρώπη σιδεράδες, ξυλοκόποι, γεωργοί,
Ναύαρχοι, πιλότοι, τραπεζίτες, καμαρότοι, κυνηγοί,
Γάλλοι, Πορτογάλοι, Βέλγοι, Έλληνες και άλλοι κι Ιταλοί
Μέσα στην Ευρώπη λογαριάζουν: πότε, πόσο, πώς, γιατί…

Μέσα στην Ευρώπη αγκαλιές, φιλιά και κρότοι και φωτιές
Γόνδολες και βιόλες, μπαγλαμάδες και φρουτάκια των Ες-Ες…
Χιόνια και ομίχλη κι ουρανός που ρίχνει όξινες βροχές
Βόμβες σε πακέτα για χωμένες μεσ’ στα τούνελ γειτονιές…

Μέσα στην Ευρώπη άλλοι δεύτεροι άλλοι πρώτοι στη σειρά
Παίρνουν με δελτίο την αγάπη, με λαχείο τη χαρά
Σαν ανθρακωρύχοι, μαυρισμένοι απ’ την τύχη την βαριά,
Ζουν μαζί ένα δράμα, πατεράδες και μανάδες και παιδιά….

Μέσα στην Ευρώπη παρδαλοί αγελαδοτρόφοι απειλούν
Λόρδα με τιράντες αν τα ζώα στο τρελάδικο κλειστούν…
Κόμητες και κότες, αρχιτέκτονες κι ιππότες σε στοές
Πόρνες, διπλωμάτες, στρατηγοί, αριστοκράτες κι αδελφές…

Μέσα στην Ευρώπη σιδεράδες, ξυλοκόποι, γεωργοί,
Ναύαρχοι, πιλότοι, τραπεζίτες, καμαρότοι, κυνηγοί,
Γάλλοι, Πορτογάλοι, Βέλγοι, Έλληνες και άλλοι κι Ιταλοί
Μέσα στην Ευρώπη λογαριάζουν: πότε, πόσο, πώς, γιατί…

Στην Καλύβα Του Μπάρμπα Θωμά...

Αφού τ’ άλογα μπουν στα φατνιά
και κλειδώσουν οι στάβλοι
στην καλύβα του μπάρμπα Θωμά
ξαποσταίνουν οι σκλάβοι.

Και, φαντάζονται, η λευτεριά
που έχουν βάλει σημάδι,
σαν το μέλι πως είναι γλυκιά
κι απαλή σαν το χάδι…
…………………………….

Καθωσπρέπει κορμιά και φρικιά
και κοκότες και μπράβοι,
στο μπαράκι του Τόμας-Θωμά
ραντεβού κάθε βράδυ.

Κι αν νωρίτερα, ο Μέγ-κ-ας, σκληρά
μας βασάνισε πάλι,
ίδια - όλους, ο θεός, μας κοιτά
όταν είναι σκοτάδι…

16 Νοεμβρίου 2007

Δώρο για 'μένα, από 'σένα...

Στην πόλη ατέλειωτα μεσάνυχτα
Και κάθε λίγο και ληστεία.
Μανταλωμένα τα παράθυρα
Και μέσα κι έξω απληστία….
   Κι εσύ, σκλαβώνεις με τους τρόπους σου
   Και μου προσφέρεις γυαλισμένα
   Τα σίδερα των περιστρόφων σου
   Δώρο για μένα από σένα…

Νοιώθω αιχμάλωτο τον ίσκιο μου
Σε μια αιμοβόρικη αρένα
Όπου λιοντάρια μου επιτίθενται
Και με σπαράζουν ένα-ένα…
   Κι εσύ γεμίζεις το κεφάλι μου
   Με παραμύθια αγριεμένα
   Και μου φοράς την πανοπλία σου
   Δώρο για μένα από σένα…

Συχνά διωγμένος απ’ τη ρίζα μου
Ψάχνω να δω τι θ’ απογίνω
Και βρίσκω άσκοπο τον πόλεμο
Που με ρωτάς, αν τον εγκρίνω…
   Μα όταν θα έλθεις πάλι αύριο
   Με Δαναών δώρα στα χέρια
   Θα σε κεράσω εγώ, αντάρτικο,
   Δώρο για σένα…από μένα…

Παρκόμετρα

Στο πλάι του δρόμου τα παρκόμετρα
κονσέρβα ελευθερίας μας πουλάνε
και σπάνε συνέχεια τα θερμόμετρα
με τόσους καημούς που τραγουδάμε…

Διαδικτυακό...

Σ’ ένα δωμάτιο φυλακής, ψυχή μου, αντέχω…
Σε μια οθόνη σαν παράθυρο ανοικτό
βλέπω ό,τι δεν απέκτησα και ό,τι έχω
σε έναν, γύρω μου, κλοιό ασφυκτικό…

Καψόνι

Στοίβα ο πόνος στο καμιόνι
Και η νύχτα στο τιμόνι
Βουτηγμένη μες στη σκόνη
Πάει φαντάρους για καψόνι…

Κι ύστερα που ξημερώνει
Η Ιστορία - αυτή η πόρνη,
Μια θρηνεί, μια καμαρώνει
Μια γεννάει και μια σκοτώνει…

Φθινοπώριασε...

Δες πώς γέμισε η αυλή μας
νοσταλγίες της ζωής μας
κι οι καρδιές μας σαν τα φύλλα κιτρινίσανε…

Φθινοπώριασε και πάμε
για χειμώνα ολοταχώς.
Ζεστασιά θέλουμε τώρα, πώς και πώς…

Ορέ!..

Κίτρινη κλωστή μπλεγμένη
γύρω απ’ όλα τυλιγμένη
κλείνει μάτια, ράβει χείλη,
δένει τον φρουρό στην πύλη…
Ορέ!..

Άγριος μεγάλος “μπάτσος”
άστραψε όλος “κατά λάθος”
κι έγινε η ψυχή μας κλάμα
κι η φωνούλα μας ρεκλάμα…
Ορέ!..

Στην Έλμα...

Αν και η φύση σε προίκισε τόσο
κάτι έχω κι εγώ να σου δώσω…
…Εικόνες
μιας συλλογής δικής μου,
απ’ τη ζωή μου…

Λέω να σου χαρίσω
την καρδιά όταν ήταν χάμω,
στης ακρογιαλιάς την άμμο,
με την πρώτη ακόμα νιότη της επάνω…
Την αγάπη σαν τραγούδι,
σαν μπουμπούκι από λουλούδι
και σαν λίγο απ’ το μάγουλο μου χνούδι…

Λέω να σου χαρίσω
λίγο ήλιο απ’ τον φεγγίτη
που μου φώτιζε το σπίτι,
τις λαχτάρες μου στους τοίχους με γραφίτη…
Μια μποτίλια πετιμέζι
και τα ζάρια στο τραπέζι
που δεν έπαψε, η ζωή, ποτέ να παίζει…

Και θα σου χαρίσω,
σαν σφυριά πάνω στο αμόνι
που έχεις την καρδιά σου ακόμη,
την ευχή μου να ‘σαι όρθια στο τιμόνι…
Να μη ζεις από συνήθεια,
να ‘χεις χέρια για βοήθεια
και το στόμα σου να λέει την αλήθεια…

Γιατί,
αν και η φύση σε προίκισε τόσο,
κάτι έχω κι εγώ να σου δώσω…
…Σταγόνες
που είναι χυμός, παιδί μου,
απ’ την ψυχή μου…

Στα μπλόκα...

Στα μπλόκα της καινούργιας τάξης
εμάς, τους φευγάτους, μας πυροβόλησαν.
Κι έστησαν τα κορμιά μας, αγάλματα,
να κοιτάζονται αντικριστά,
βαμμένα με την ίδια γυαλάδα
που ανάβλυζαν οι ανυπόταχτες ψυχές μας νωρίτερα…
Και όμως,
ο ένας γνέφει στον άλλο
πως δεν πεθάναμε…




15 Νοεμβρίου 2007

Καρδιές..?

Σπανίζουν πια οι καρδιές οι ζωντανές.

Τις πιο πολλές τις δάγκωσαν οι σκύλοι

που μπήκαν στων ανθρώπων τις φυλές .

…Κι απόγιναν εχθροί οι πρώην φίλοι…

Είμαστε σε καλά χέρια..!.

Οι ήχοι των τρωκτικών μας νανουρίζουν

σ’ έναν υπέροχο λήθαργο…

Στα εργοτάξια των μεταμοντέρνων εργολάβων

ετοιμάζουν το λίκνο μας για να ξαναγεννηθούμε

-ή να πεθάνουμε, δεν έχει σημασία.

Και οι σελίδες της ιστορίας χλομιάζουνε

κι η Γη βογκάει.

Όμως

εμείς είμαστε σε καλά χέρια.

Άλλωστε

ποτέ δεν ήμασταν σε καλύτερα!…

Ζήτημα Ζωής...ή Θανάτου??

Όταν ήμουνα μικρός

ο κόσμος ξαναγεννούσε τον εαυτό του.

…Κι αργούσε ν’ ανθίσει…

Τώρα, που μεγάλωσα,

η Φύση ψάχνει τον εαυτό της .

…Κι αργεί ν’ ανθίσει…

Αριστούχοι...

Οι αριστούχοι στη Σχολή

με τα σκληρά καψόνια,

είναι αυτοί που ζουν πολύ

μέσα σε λίγα χρόνια.

Είναι οι φευγάτοι, δηλαδή

κι οι κάπως ανατρεπτικοί,

οι αριστούχοι στη Ζωή

με τα σκληρά καψόνια…

Νύχτα...!

Έπεσε στα μάτια μας επάνω η νύχτα…

Ο ορίζοντας κατάπιε το χρυσό πουλί…

Ντύθηκε στα ψέματα η γυμνή αλήθεια

και - αλήθεια - πώς τη βγάζουμε ως το πρωί?..