31 Δεκεμβρίου 2007

........2008

Ας είναι “στρογγυλό” το 2008..!
Και οι καμπύλες του ας είναι γόνιμες
για το καλό μας...

24 Δεκεμβρίου 2007

Η ευχή μου...

Τη Νύχτα απόψε, τη Χριστουγεννιάτικη,
ας φέρει φως
σε όποια φάτνη φωλιάζει μέσα μας
όποιος Θεός...

23 Δεκεμβρίου 2007

Εμπρός παιδιά...

Εμπρός παιδιά μου, μεγαλώσετε…
Γενήτε ιστορίες και τραγούδια…
Μικρά θεριά μου, αναστατώσετε
της γης τα κοιμισμένα αγγελούδια…

Θέλω να πω...

Θέλω να πω…
Της νύχτας να περιμένει
Του ήλιου να συνεχίσει να κρέμεται
Της φωτιάς να μη σβήσει
Και της βροχής να ακούγεται ροκ…

Θέλω να δω…
Τους αετούς να ερωτεύονται
Τους γύπες να ζευγαρώνουν
Τους θεούς να τρελαίνονται
Και τη ζωή να μην παίζεται μόνο σαν θρίλερ…

Απόψε βρέχει μοναξιά...

Απόψε η νύχτα είναι βαριά
κι η κουρασμένη μου καρδιά
θα ‘θελε να ‘ταν αγκαλιά με τη δική σου…

Μα βρέχει απόψε μοναξιά
που με χτυπά σταλιά-σταλιά
και με πονά με κάθε ανάμνηση δική σου…

Θα έρθει...

Θα έρθει απόψε σαν υπέροχη νότα…
Θα ‘ρθει να χτυπήσει της ζωής σου την πόρτα…
Θα μείνει κοντά σου,
δώρο της μοίρας – φαντάσου!
Κομμάτι ευτυχίας
που δεν πίστευε να νοιώσει η καρδιά σου…

Θα έρθει περνώντας απ’ τον τάφο ενός φίλου.
Στα μάτια κρατώντας κάποια δύση του ήλιου…
Θα σβήσει τον πόνο,
θα σταματήσει τον χρόνο
και η αίσθηση των ήχων
κάτι χτύπους της καρδιάς θ’ ακούει μόνο…

Θα ‘ρθει σαν οπτασία με λουλούδινο χρώμα…
Σαν ζωής υποψία που δεν βλάστησε ακόμα…
Πως θα ‘ναι, φαντάσου,
στην άδεια αγκαλιά σου
κομμάτι ευτυχίας
που δεν πίστευε να νοιώσει η καρδιά σου..

Και θ’ ανθίζουνε λουλούδια
και θ’ ακούγονται τραγούδια
που έλεγες ότι πεθάναν πια…
Και θα φτάνεις με τα χέρια
τ’ ουρανού όλα τ’ αστέρια
που έλεγες πως έχουν σβήσει πια…
Κι αργότερα τις νύχτες
θα τραγουδάμε στίχους
σαν ποιητές που αναστήθηκαν…
Και θα γεμίζουμε τους ήχους
με τις μνήμες όσων αγαπήθηκαν…

Σας θυμάμαι...

Σας θυμάμαι σαν φωνές αναρχικών
που ταράξανε της χούντας τον αέρα…
Και σαν μνήμες σκοτωμένων ποιητών
που τις πλάκωνε η σκλαβιά και η φοβέρα...

Ζωντανές αναμνήσεις...

Και θυμάμαι, θυμάμαι, θυμάμαι
κάτι όμορφα βράδια
που το φως των ματιών σου ντυνόταν
με σπάνια πετράδια…
Και θυμάμαι, στη ρέμβη της νύχτας,
μια ιστορία που είπε ο αρτίστας
κι ήρθε τόσο κοντά στην ψυχή μου
λες κι ήταν δική μου…

Και γυρίζω και πάλι γυρίζω
τη ρόδα του χρόνου…
Και θυμάμαι φωνές ευτυχίας
και δάκρυα πόνου,
ασημένιες γλυκές φεγγαράδες,
λίγους στίχους σε κάποιες αράδες
κι όσα όνειρα είχα να ζήσω
προτού σε γνωρίσω…

Και, θυμάμαι, παγώναν οι ώρες
σαν φεύγαν τα τραίνα…
Τα μαντήλια κουνούσαν με πόνο
για σένα ή για μένα…
Ο Απρίλης πνιγμένος στον κήπο,
το ρολόι σπασμένο στον τοίχο
κι ήταν ώρα ο χρόνος ν’ αρχίζει
να ξαναγυρίζει…

Θα σου λέω ιστορίες, θα δεις…
Αναμνήσεις του χθες, της ζωής μας…
Ζωντανές αναμνήσεις θα δεις
μέχρι να κοιμηθείς
…μέχρι να κοιμηθείς…

Το κτήνος!..

Κάποτε που τον ρώτησαν
αν θα μπορούσε να σκοτώσει,
εκείνος σκέφτηκε και είπε, ναι…
Το κτήνος!..
……………………………
Από τότε τον σκότωναν,
κάθε μέρα από λίγο,
οι ιεραπόστολοι κι οι πόρνες,
οι ήρωες και οι φυλλάδες,
οι τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα
- κυρίως οι τηλεοράσεις
και τα ραδιόφωνα τον σκότωναν,
επιμένοντας να τον πείσουν ότι ζει
σε μια νέα τάξη πραγμάτων…
Να δεις όμως που αυτός δεν πέθαινε.
Μόνο κουνούσε τα σκέλη του
και “ασελγούσε” ασύστολα
πάνω σε μια θάλασσα
καλοκουρδισμένες μαριονέτες
και διατεταγμένους τελματοφύλακες.
Συνέχιζαν βέβαια να τον σκοτώνουν
μα αυτός δεν πέθαινε…
Μέχρι που, κάπου εκεί,
ανάμεσα στο ζεστό σπέρμα
και τα λασπωμένα του ύφαλα,
βρέθηκε μια σανίδα
που έγραφε: “συμβατικότητα”.
Αρπάχτηκε, θαρρώντας πως έτσι
θα ξεγελάσει τις ρουφήχτρες
που τον τραβούσανε λαίμαργα.
Και τα κατάφερνε, για κάμποσο.
Ώσπου, επάνω σε έναν λόφο,
αντίκρισε το είδωλό του σταυρωμένο.
Και αφού πρώτα απόρησε,
μετά γοητεύτηκε.
Κι ύστερα ούρλιαξε…
Ούρλιαξε αγαπώντας το - το κτήνος !
Πολύ.
Θανάσιμα!..

Θα σε γνωρίσω...

Θα σε γνωρίσω από το στόμα
Που θα ‘ναι κόκκινο σαν του φιλιού το χρώμα.
Θα σε κρατήσω εδώ, μαζί μου,
Σε βρήκα παίζοντας χαρτιά με τη ζωή μου…

Είσαι εκείνη που ζητούσε
Η καρδιά μου όλο το βράδυ.
Είσαι εκείνη που μπορούσε
Να με σώσει με ένα χάδι…
Η μορφή σου είν’ εκείνη
Που κι ο θάνατος ακόμα
Δεν τολμά να τη μολύνει,
Δεν τη σκέπασε με χώμα..

Εδώ κι οι διό μας, μετά από χρόνια
Σαν διαβατάρικα πουλιά, σαν χελιδόνια…
Και η καρδιά μας είναι άνω – κάτω
Και το ποτήρι της ζωής μισογεμάτο…

Το μικρό δωματιάκι
Κάνει ότι δεν μας ξέρει.
Είναι ερείπιο λιγάκι,
Είμαστε κι εμείς πιο γέροι…
Μα οι στιγμές που είχαμε ζήσει
Ήταν ίδιες όπως τώρα
Λες και δεν έχει περάσει
Παρά μόνο λίγη ώρα…

Θα σε γνωρίσω από το στόμα
Που θα ‘ναι κόκκινο σαν του φιλιού το χρώμα.
Θα σε κρατήσω εδώ, μαζί μου,
Σε βρήκα παίζοντας χαρτιά με τη ζωή μου…

Άγχος, πλήξη και θάνατος...

Βλέποντάς σε να περπατάς
μαζί με τη θλιβερή ανθρωπομάζα,
σε νοιώθω αδιάντροπο, ατιμασμένο,
αιχμαλωτισμένο, αποκτηνωμένο, κυνικό.
Και, ακόμη, ακόρεστο από το πάθος
που σου υπαγορεύει ο ατελείωτος χορός
των βασικών σου ενστίκτων.
…………………………………
Είσαι ο απρόσωπος αυριανός.
Το Νο.: “Α 666 666 / 00-00-00”,
μιας αγέλης – κοινωνίας θηλαστικών
με δείκτη νοημοσύνης μετρήσιμο
σε ώρα μηδέν…

Γεύση από σταφύλι...

Γεύση από σταφύλι
γέμισε το στόμα…
Ήμασταν παιδιά, μα το θυμάμαι ακόμα…
Γεύση από σταφύλι,
ρόγες ευτυχίας
μες στην ομορφιά μιας δυνατής φιλίας…

Γεύση από σταφύλι
μες στον αχυρώνα
που είχαμε κλειδώσει τον βαρύ χειμώνα…
Γεύση από σταφύλι
κάτω απ’ το μπαλκόνι
που ήρθε να φωλιάσει ένα χελιδόνι…

Γεύση από σταφύλι,
όνειρο στα χείλη,
θέλει να μου στείλει
μια παλιά μου φίλη…
Γεύση από σταφύλι
κι έρωτα του Μάη…
Θεέ μου μ’ αγαπάει!
…Θεέ μου μ’ αγαπάει…

20 Δεκεμβρίου 2007

Απόδραση...

Είναι ανάγκη όλοι εμείς
να βγούμε απ’ τα κελιά μας.
Σε απόδραση ομαδική
μαζί με τα παιδιά μας…

Θα 'μαι 'κει...

Όποια πόρτα κι αν ανοίξεις,
θα ‘μαι ‘κει…

Όσο χθες κι αν ακυρώσεις,
όσες μνήμες κι αν σκοτώσεις,
σ’ όποια πέτρα κι αν σηκώσεις
θα ‘μαι ‘κει…

Οι ωραίοι στίχοι...

Ζωγραφίζω στίχους
στου κελιού τους τοίχους
και τους βάζω ήχους
να τους τραγουδώ…

Μα οι ωραίοι στίχοι
θέλουνε να τύχει
να βρεθεί μια μούσα
να τους εμπνευστώ...

Πώς...

Πώς ορμά ξαφνικά ο έρωτας
και βροντάνε της καρδιάς οι χτύποι !..
Πώς γελά η ψυχή μας κλαίγοντας
και ρουφάει με χαρά τη λύπη !

Μέσα στον κήπο σου...

Μέσα στον κήπο σου, Αδάμ, το διό χιλιάδες
Δεν συνηθίζεις πια γλυκά να τραγουδάς
Και τις βραδιές με ασημένιες φεγγαράδες
Ρομαντικά δεν συνηθίζεις να μιλάς…

Τώρα η απάντηση για κάθε απορία
Βγαίνει με πρόγραμμα από κάποια μηχανή
Μα η καρδιά σου, Αδάμ, ζητώντας ευτυχία
Δεν ξέρει ποιο κουμπί πατώντας θα τη βρει…

Μέσα στον κήπο σου, Αδάμ, το διό χιλιάδες
Δεν συνηθίζεται να κλαις ή να γελάς
Τα παραμύθια τους ξεχάσανε οι γιαγιάδες
Κι εσύ σταμάτησες να λες πως αγαπάς.

Τώρα τα πάντα λειτουργούνε με διακόπτες
Και τα αισθήματα ρυθμίζονται κι αυτά
Ν’ ανοιγοκλείνουνε αυτόματα σαν πόρτες
Και να κοιμίζουν την καρδιά σιγά-σιγά…

18 Δεκεμβρίου 2007

Ώσπου να σβήσουν...

Ώσπου να σβήσουν οι φωτιές στις γειτονιές
κι οι ενοχές ώσπου να πάψουν να κοιμούνται,
άιντε ν’ αρχίσουνε, τ’ αγκάθια στις καρδιές
πως ήταν κάποτε λουλούδια, να θυμούνται…

Ταραχή...

Κάτι τον ταράζει από απέναντι…
Κάτι που έρχεται σε κύματα,
σαν θάλασσα
και κάνει τις χορδές της ψυχής του να πάλλονται,
το δέρμα του ν’ ανατριχιάζει
και το λογικό του βαθειά να βουλιάζει αντίκρυ
και να πνίγεται…

Κάτι τον τρομάζει από απέναντι…
Ένα ποίημα δυσνόητο, ντυμένο στα μαύρα,
που θέλει να το διαβάσεις
ανάποδα,
με κάθε του στίχο να φωνάζει
πως είναι δική του η νίκη
στη μάχη που χάνουν τα μάτια
του απέναντι…

Ποια νίκη!..
Η ίδια φωτιά τους τύλιξε.
Τον έναν, ίσως, λίγο νωρίτερα,
Μα, θα καούν κι οι διό.
Αργά ή γρήγορα…

...???...

Πόσα απ’ τα όνειρα απόψε
Θα ‘ναι αύριο ψέμα!
Άραγε ο ήλιος θα βρει
να φωτίσει κανένα;
Ή θα ‘χουνε όλα σβηστεί
και θα μοιάζουνε ξένα…

Αν ήμουν...

Αν ήμουν λίγο πιο σοφός
Πιο δυνατός, πιο τυχερός,
Αν ήμουν λίγο μάγος..

Θα ‘δινα μάτια στους τυφλούς
Και φυλλοκάρδια στους σκληρούς
Και λευτεριά στους σκλάβους….

Όνειρο κι αυτο...!

Κάποτε, στον ύπνο μου, τρομάζω
από ένα όνειρο εφιαλτικό:
Όλα, βλέπω, γύρω μου ν’ αλλάζουν
και να μ’ αφήνουνε μονάχο εδώ…

Δεν ξέρω πώς...

Δεν ξέρω πώς μετράν τον πόνο
κι αν έχει τέλος ή αρχή…
Σ’ όποιο κομμάτι του τρυπώνω
κρυμμένη βρίσκω τη ζωή…

Θυμάμαι...

Τα μάτια μας θυμάμαι
που αρχίσαν’ να μιλάνε
με πόθο, μόλις βρέθηκαν αντικριστά…
Κι ύστερα έκλεισα την πόρτα
κι εσύ έσβησες τα φώτα…
Οι ανάσες μας στην κάμαρα μονάχες πια…

Έξω, στα δρομάκια
αλήτες, μηχανάκια,
ξενύχτι, πεζοδρόμιο και ξαστεριά.
Χτύποι από παλιά ρολόγια,
όνειρα κι ωραία λόγια,
ψίθυροι που χάιδευαν τ’ αυτιά…

Να που όμως ξημερώνει…
Κι η νύχτα που τελειώνει
μας άγγιξε, μας φίλησε, μας είπε ‘γεια…
Πάει…Φεύγουν και τα πρώτα
του έρωτά μας χνώτα.
Σε λίγο θα είμαστ’ άγνωστοι κι οι διό ξανά…

Γέμισαν οι δρόμοι
με κίνηση και σκόνη
γυρνώντας σε μοτίβο καθημερινό.
Θόρυβοι και στενοχώρια
πνίγουν τα ωραία λόγια.
Ώρα για να φεύγω πια κι εγώ…

Καίγομαι...

Καίγομαι
στη φλόγα που ζεσταίνομαι…
Κρέμομαι
στα μάτια που ονειρεύομαι…
Δίνομαι
στον ίσκιο που δροσίζομαι…
Πνίγομαι
στη θάλασσα που γίνομαι…

17 Δεκεμβρίου 2007

Μμμμ...!

Ας αφήνουμε το άρωμα του πάθους μας
να ξεχειλίζει που και που.

Ύστερα
κλείνουμε πάλι το μπουκαλάκι του
και πορευόμαστε “καθωσπρέπει”.

- Στα κρυφά,
δεν είναι κακό..!

...προσόρμιση...1

Τ’ αστέρια ορέγονται κάτι στα μάτια της
θαμβωτικό…
Ιδρώνουν τα όνειρα μέσα στη φάτνη της,
καίω κι εγώ…
Νεράιδας άγγιγμα, έκανε το είναι μου
βεγγαλικό
Κι απόψε εκείνος που θα μπει μέσα της
θα είμαι εγώ…

....προσόρμιση...2

Αυτός που έχεις γητέψει από μακριά,
δεσμώτης μιας φιλήδονης αβύσσου,
αδιάκριτα από πάνω σου ρουφά
μια στάλα απ’ τη λεβάντα τη δική σου.

Αυτός, που σε κοιτάζει από μακριά
να φέγγεις σαν γιαλός στη φεγγαράδα,
τη νύχτα, στα όνειρά του, αναζητά
ισθμό, να κάνει μέσα σου βαρκάδα…

16 Δεκεμβρίου 2007

Τί να ΄ναι...

Τι να ‘ναι η φλόγα μες στο βλέμμα μου
όταν ζυγώνει το δικό σου,
και τ’ ανατρίχιασμα στο δέρμα μου
όταν αγγίζει το δικό σου…

Τι να ‘ναι οι χτύποι μες στο στήθος μου
που σιγανά παραμονεύουν
κι όταν περάσουν μες στους στίχους μου
γίνονται κρότοι και θεριεύουν…

Τι να ‘ναι στ’ άστρα τα πολύφωτα
που κάποιες νύχτες μ’ ομορφαίνει
όταν μια λάμψη από το τίποτα
πέφτει επάνω μου και μένει…

Στιγμιαίο..?

Κάποια αέρινη δύναμη μας τύλιξε κάπως
αναιρώντας, φευγαλέα, ανάμεσά μας
το στημένο κενό…
Τα χείλη μας δύσκολα κατάφερναν
να κρύψουν τη λαχτάρα τους
ενώ τα μάτια μας πυρπολούσαν το είναι μας…
…Κι από τότε…
απ’ των ματιών σου την ωραία φυλακή
μια φλόγα έρχεται συχνά και με τυλίγει
κι η φαντασία ιδρωμένη και καυτή
οραματίζεται βαθειά πως σε αγγίζει…

13 Δεκεμβρίου 2007

Λες να 'ναι αργά..?..

Θάρρεψες πως δεν σε ξέχασε
εκείνος ο μικρός θεός
με τις φτερούγες στην πλάτη,
προ λίγου που ξαναφάνηκε
κρατώντας απ’ το χέρι μια νεράιδα…
Μόνο που, τώρα, δεν στάθηκε.
Απλά, σε κοίταξαν κι οι διό
και προσπέρασαν.

…Μα εσύ ταράχτηκες.
Το ίδιο όπως άλλοτε…

06 Δεκεμβρίου 2007

Μνήμες...

Θυμάται ο ένας τον άλλο στις γιορτές.
Πως χάθηκαν του λέει και λυπάται.
Κι οι μνήμες, κρεμασμένες με κλωστές,
πως γρήγορα θα πέσουνε φοβάται…