Εκεί που η γης ορίζεται από τους κεραυνούς
κι ο ουρανός απ’ τις σπονδές μεθά κι αναστενάζει,
η μοίρα, με τους δαίμονες παρέα και τους θεούς,
ρίχνει αντρειοσύνη και ψυχή στην ιστορία που βράζει.
Με τετρακόσες θύελλες να στάζουνε χαμό
σφίγγεις τα χείλη σε κρυφά σκολειά ελευθερίας
και ξαναγίνεσαι Έλληνας και σπάζεις τον ζυγό
πυροβολώντας με το φως της λαύρας της αγίας…
κι ο ουρανός απ’ τις σπονδές μεθά κι αναστενάζει,
η μοίρα, με τους δαίμονες παρέα και τους θεούς,
ρίχνει αντρειοσύνη και ψυχή στην ιστορία που βράζει.
Με τετρακόσες θύελλες να στάζουνε χαμό
σφίγγεις τα χείλη σε κρυφά σκολειά ελευθερίας
και ξαναγίνεσαι Έλληνας και σπάζεις τον ζυγό
πυροβολώντας με το φως της λαύρας της αγίας…