16 Νοεμβρίου 2007

Δώρο για 'μένα, από 'σένα...

Στην πόλη ατέλειωτα μεσάνυχτα
Και κάθε λίγο και ληστεία.
Μανταλωμένα τα παράθυρα
Και μέσα κι έξω απληστία….
   Κι εσύ, σκλαβώνεις με τους τρόπους σου
   Και μου προσφέρεις γυαλισμένα
   Τα σίδερα των περιστρόφων σου
   Δώρο για μένα από σένα…

Νοιώθω αιχμάλωτο τον ίσκιο μου
Σε μια αιμοβόρικη αρένα
Όπου λιοντάρια μου επιτίθενται
Και με σπαράζουν ένα-ένα…
   Κι εσύ γεμίζεις το κεφάλι μου
   Με παραμύθια αγριεμένα
   Και μου φοράς την πανοπλία σου
   Δώρο για μένα από σένα…

Συχνά διωγμένος απ’ τη ρίζα μου
Ψάχνω να δω τι θ’ απογίνω
Και βρίσκω άσκοπο τον πόλεμο
Που με ρωτάς, αν τον εγκρίνω…
   Μα όταν θα έλθεις πάλι αύριο
   Με Δαναών δώρα στα χέρια
   Θα σε κεράσω εγώ, αντάρτικο,
   Δώρο για σένα…από μένα…

Παρκόμετρα

Στο πλάι του δρόμου τα παρκόμετρα
κονσέρβα ελευθερίας μας πουλάνε
και σπάνε συνέχεια τα θερμόμετρα
με τόσους καημούς που τραγουδάμε…

Διαδικτυακό...

Σ’ ένα δωμάτιο φυλακής, ψυχή μου, αντέχω…
Σε μια οθόνη σαν παράθυρο ανοικτό
βλέπω ό,τι δεν απέκτησα και ό,τι έχω
σε έναν, γύρω μου, κλοιό ασφυκτικό…

Καψόνι

Στοίβα ο πόνος στο καμιόνι
Και η νύχτα στο τιμόνι
Βουτηγμένη μες στη σκόνη
Πάει φαντάρους για καψόνι…

Κι ύστερα που ξημερώνει
Η Ιστορία - αυτή η πόρνη,
Μια θρηνεί, μια καμαρώνει
Μια γεννάει και μια σκοτώνει…

Φθινοπώριασε...

Δες πώς γέμισε η αυλή μας
νοσταλγίες της ζωής μας
κι οι καρδιές μας σαν τα φύλλα κιτρινίσανε…

Φθινοπώριασε και πάμε
για χειμώνα ολοταχώς.
Ζεστασιά θέλουμε τώρα, πώς και πώς…

Ορέ!..

Κίτρινη κλωστή μπλεγμένη
γύρω απ’ όλα τυλιγμένη
κλείνει μάτια, ράβει χείλη,
δένει τον φρουρό στην πύλη…
Ορέ!..

Άγριος μεγάλος “μπάτσος”
άστραψε όλος “κατά λάθος”
κι έγινε η ψυχή μας κλάμα
κι η φωνούλα μας ρεκλάμα…
Ορέ!..

Στην Έλμα...

Αν και η φύση σε προίκισε τόσο
κάτι έχω κι εγώ να σου δώσω…
…Εικόνες
μιας συλλογής δικής μου,
απ’ τη ζωή μου…

Λέω να σου χαρίσω
την καρδιά όταν ήταν χάμω,
στης ακρογιαλιάς την άμμο,
με την πρώτη ακόμα νιότη της επάνω…
Την αγάπη σαν τραγούδι,
σαν μπουμπούκι από λουλούδι
και σαν λίγο απ’ το μάγουλο μου χνούδι…

Λέω να σου χαρίσω
λίγο ήλιο απ’ τον φεγγίτη
που μου φώτιζε το σπίτι,
τις λαχτάρες μου στους τοίχους με γραφίτη…
Μια μποτίλια πετιμέζι
και τα ζάρια στο τραπέζι
που δεν έπαψε, η ζωή, ποτέ να παίζει…

Και θα σου χαρίσω,
σαν σφυριά πάνω στο αμόνι
που έχεις την καρδιά σου ακόμη,
την ευχή μου να ‘σαι όρθια στο τιμόνι…
Να μη ζεις από συνήθεια,
να ‘χεις χέρια για βοήθεια
και το στόμα σου να λέει την αλήθεια…

Γιατί,
αν και η φύση σε προίκισε τόσο,
κάτι έχω κι εγώ να σου δώσω…
…Σταγόνες
που είναι χυμός, παιδί μου,
απ’ την ψυχή μου…

Στα μπλόκα...

Στα μπλόκα της καινούργιας τάξης
εμάς, τους φευγάτους, μας πυροβόλησαν.
Κι έστησαν τα κορμιά μας, αγάλματα,
να κοιτάζονται αντικριστά,
βαμμένα με την ίδια γυαλάδα
που ανάβλυζαν οι ανυπόταχτες ψυχές μας νωρίτερα…
Και όμως,
ο ένας γνέφει στον άλλο
πως δεν πεθάναμε…