15 Ιανουαρίου 2008

Κοιμήσου εσύ...

Τα υπνωτικά σου,
λαέ,
άρχισαν να στοιχίζουν
πανάκριβα
σ’ αυτούς που σου τα παρέχουν
τσάμπα…

13 Ιανουαρίου 2008

Ναυάγιο...

Σαν καράβι, συχνά, η ζωή μας
ταξιδεύοντας για το νησί μας
συναντάει φουρτούνα κι αέρα
και χτυπάει επάνω σε ξέρα…

Μα η γοργόνα που αναστενάζει
πάντα το άλλο ναυάγιο κοιτάζει:
Την καρδιά, βουλιαγμένη μακριά μας,
ναυαγό απ’ τη λειψή ανθρωπιά μας…

Αυτόχειρας...

Προσπάθησε ν’ απεμπλακεί ο μάγος ο μικρός
με κάποιους τρόπους που άλλοτε είχαν επιτυχία.
Μα ετούτη εδώ τη θύελλα ακολούθαγε χαμός
και δεν υπήρχε γύρω του σανίδα σωτηρία…

Νεραϊδοπάρματα...




Νεραϊδοπάρματα να σε μεθούν,
βγαίνοντας μέσα απ’ τις κρυφές παγίδες,
πάνω στους δρόμους για τις Ατλαντίδες
που όλα τα σύμπαντα συνωμοτούν…

Κι απέ τα χείλη να σου τραγουδούν
και μέσ’ στον ήχο τους να είναι ελπίδες
και κλάμα κι όνειρα και καταιγίδες
και φόβοι κι έρωτες να σου λαλούν…

Και τί δεν έχει να μας πει...

Η σκαλωσιά ενός μπετατζή
που έκανε τάφο το γιαπί,
άμα της δίνανε φωνή
και τι δεν θα ‘χε να μας πει…

Κι η άγια η έδρα η ακριβή,
που τη κουκούλωσε η ντροπή,
άμα της λέγαν’ να γδυθεί
και τι δεν θα ‘χε να μας πει…

………………………………

Η μολυβιά η αναρχική
που αντιγραφούσε τη ζωή
πριν μεγαλώσουμε πολύ
να ‘χε κι αυτή κάτι να πει…

σαν την αλήθεια τη μουρλή,
μυξοκλαμένη , αναιμική,
που αν την αφήναμε να βγει
και τι δεν θα ‘χε να μας πει…
ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ‘ΧΕ ΣΚΟΤΩΘΕΙ…

Υ.Γ:
……………………………..
Κι η νεκροφόρα η “γιώτα-χι”
παρκαρισμένη μια ζωή,
όσο η βενζίνη είναι ακριβή,
κι αυτή έχει κάτι να σου πει:
Αν η βενζίνη ήταν φτηνή
ΚΑΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΘΑ ‘ΧΑΝ ΣΚΟΤΩΘΕΙ…

Κάτι φιλίες, στο παρελθόν...

Είχαμε κάνει
κάτι φιλίες
στο παρελθόν,
με τα πετούμενα
και με τα σύννεφα
και με τ’ αστέρια…

Όμως, καρδιά μου,
τώρα τα μάτια
μεσ’ στο μπετόν
διπλοκλειδώνονται
μαζί με ασήκωτα
πόδια και χέρια..

Έτσι...

Έτσι απλά, σιγανά, ταπεινά.
Έτσι ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά μας,
απ’ τα χρόνια…

Θέλει...?

Η αγάπη θέλει να ‘ναι εμείς
που δεν μας χώρισε κανείς
μες’ στους κυκλώνες της ζωής
η αγάπη θέλει να ‘ναι εμείς…

Είναι...

Είναι η φωτιά όταν η ανάσα μου κρυώνει.
Είναι η δροσιά όταν το στόμα μου διψά,
Είναι το φως του αστεριού που με ζυγώνει
κι ό,τι πιο όμορφο στα μάτια με κοιτά…

Είναι το αντίβαρο της ζήσης που με αγχώνει.
Είναι το πλάσμα της οθόνης τ’ ουρανού.
Είναι η γλύκα Κυριακής που ξημερώνει
στο εκκλησάκι του μικρότερου θεού…

12 Ιανουαρίου 2008

Αλληλούια!...

Πάλι πρωί…
Η ομίχλη ξανατυλίγει την πόλη
μέσα στην πολυφορεμένη μπαγιάτικη χλαίνη της.
Τα μάτια ξαναβουλιάζουν
στον κουρνιαχτό της ρουτίνας…

Το χθες ξεχάστηκε ήδη.
Μαζί του στέγνωσε και όσος πόνος, όσος έρωτας,
όση λαύρα πότιζε αποβραδίς τα σεντόνια
στα σπίτια της λύπης και της χαράς.

Και η ζωή κατρακυλά στην κατηφόρα
χωρίς φρένα…

Κάπου, τα δάκρια τρέχουν από τα μάτια
χωρίς κλάμα.
Κάπου, οι καρδιές ρίχνονται στην μπετονιέρα
χωρίς ίχνος ντροπής…

Και ο φόβος ενεδρεύει:
στο γράμμα του νόμου,
στις γωνιές της ψυχής,
στα νεύματα των τροχονόμων…

Κι αράζει ο πόνος
με βάρος στους ώμους
στην κοινωνία της ανοχής
με τους διαπλεκόμενους δρόμους…
……………………………………..

Η Άνοιξη, πρόωρα, άρχισε ν’ ανθίζει
λουλούδια αλλιώτικα…
Η ζωή δεν ξέρει αν τελειώνει ή αν αρχίζει
κι ο ουρανός δεν βλέπει πως η γη γυρίζει
και την αγγίζει…
Και ψιχαλίζει…
Αλληλούια!...

Δι' ευχών...

Έπαιρναν και μας σημάδευαν τις χούφτες
οι μεγάλοι μας πρόγονοι…
Και δι’ ευχών των μυριάδων παππούδων ημών
μας έφτυναν στα μάτια
και μας ξαπόστελναν στη γη.
Κι έλεγαν: την ευχή μέσ’ στην κατάρα μας να ψάχνετε….
Κι εμείς υπακούγαμε
και τρέχαμε σαν διαολεμένα αγγελούδια…

Και δι’ ευχών των μυριάδων παππούδων ημών
ανθούσαν οι αμυγδαλιές χειμωνιάτικα
κι έβγαζαν τα φρούτα κουκούτσια
κι οι μπαξέδες αγκάθινα κέρατα…
Και δι’ ευχών των μυριάδων παππούδων ημών
τα σημάδια στις χούφτες μας
έλεγαν το ριζικό μας,
που ήταν όλο γραμμές, κολλημένες παράξενα
-μπελάς κι αυτές οι δυσνόητες ευχές των παππούδων!

Ώσπου, άξαφνα, ο ουρανός αρρώστησε
κι άρχισε να καταπίνει τον ίσκιο του.
Και δι’ ευχών των μυριάδων παππούδων ημών
ο ήλιος ζαλίστηκε απ’ τα ύψη και πνίγηκε στη θάλασσα…
Κι αφού έμεινε ακηδεμόνευτο το φεγγάρι, - το άτιμο,
ανακατεύτηκε με τ’ αστέρια κι οργίασε ασύστολα.
Και, δι’ ευχών των μυριάδων παππούδων ημών
σε κάθε όργιο υπήρχε το “από μηχανής” δάχτυλο
που διόρθωνε τις ζημιές στα ρομάντζα των ειδυλλίων.
Μάταια όμως!...
Γιατί έτσι αυξήθηκε ο αριθμός των τερατογεννήσεων…
Γιατί γίναμε κάφροι πολλοί, σαν τους κόκκους της άμμου…
Γιατί, δι’ ευχών των μυριάδων παππούδων, τώρα πεινάμε…
Δι’ ευχών των μυριάδων παππούδων ημών
τώρα πεινάμε πολύ…και διψάμε…